Τζέιμς Τζωρτζ Φρέιζερ / Ο Χρυσός Κλώνος
english
ελληνικά








Τζέιμς Τζωρτζ Φρέιζερ


Ο ΧΡΥΣΟΣ ΚΛΩΝΟΣ



- Επιλεγμένα αποσπάσματα -
Μερικώς μεταφρασμένο στα ελληνικά














    Η επιλογή των συγκεκριμένων αποσπασμάτων και, επιπρόσθετα, η χρησιμοποίηση διαφορετικού χρώματος σε τμήματα αυτών, αποσκοπεί στο να τονίσει εν συντομία ορισμένες από τις πιο σημαντικές πτυχές του βιβλίου. Φυσικά η ανάγνωσή τους, όσο σημαντική κι αν είναι, δεν υποκαθιστά την ανάγνωση όλου του βιβλίου.










Ιερατικοί Βασιλιάδες

  ....Οι βασιλιάδες απολάμβαναν τον σεβασμό, σε πολλές περιπτώσεις όχι απλά ως ιερείς, δηλαδή ως μεσάζοντες μεταξύ ανθρώπου και θεού, αλλά ως θεοί οι ίδιοι, ικανοί να παραχωρήσουν στους υπηκόους και τους λάτρεις τους εκείνες τις ευεργεσίες που συνήθως θεωρούνται να είναι απρόσιτες από τους θνητούς και αναζητούνται, αν αναζητηθούν, μόνο με προσευχή και με θυσία προσφερόμενη σε υπεράνθρωπα και αόρατα όντα. Έτσι, οι βασιλιάδες αναμένεται συχνά να δώσουν βροχή και ηλιοφάνεια την κατάλληλη εποχή, να κάνουν τις καλλιέργειες να μεγαλώσουν και ούτω καθεξής. Όσο παράξενη κι αν μας φαίνεται αυτή η προσδοκία, είναι ένα κομμάτι σχεδόν των πρώιμων τρόπων σκέψης. Ένας άγριος δύσκολα αντιλαμβάνεται τη διάκριση που συνήθως γίνεται από πιο προχωρημένους λαούς μεταξύ του φυσικού και του υπερφυσικού. Για αυτόν, ο κόσμος διευθύνεται σε μεγάλο βαθμό από υπερφυσικούς αντιπροσώπους, δηλαδή από προσωπικά όντα που ενεργούν βάσει παρορμήσεων και κίνητρων όπως τα δικά του, ικανά σαν αυτόν να συγκινηθούν με εκκλήσεις στον οίκτο τους, στις ελπίδες τους και στους φόβους τους. Σε έναν κόσμο που έχει γίνει κατανοητός με τέτοιο τρόπο, δεν βλέπει κανένα όριο στη δύναμή του να επηρεάζει την πορεία της φύσης προς όφελός του. Prayers, promises, or threats may secure him fine weather and an abundant crop from the gods; and if a god should happen, as he sometimes believes, to become incarnate in his own person, then he need appeal to no higher being; he, the savage, possesses in himself all the powers necessary to further his own well-being and that of his fellow-men.
  This is one way in which the idea of a man-god is reached. But there is another. .... Στην πρώιμη κοινωνία ο βασιλιάς είναι συχνά ένας μάγος, καθώς και ένας ιερέας· πράγματι, φαίνεται να έχει φτάσει συχνά στην εξουσία χάρη στην υποτιθέμενη ικανότητά του στη μαύρη ή τη λευκή τέχνη. Hence in order to understand the evolution of the kingship and the sacred character with which the office has commonly been invested in the eyes of savage or barbarous peoples, it is essential to have some acquaintance with the principles of magic and to form some conception of the extraordinary hold which that ancient system of superstition has had on the human mind in all ages and all countries. Accordingly I propose to consider the subject in some detail.






Μαγεία και Θρησκεία

  Αν αναλύσουμε τις θεωρητικές αρχές στις οποίες βασίζεται η μαγεία, πιθανότατα θα βρούμε ότι καταλήγουν σε δύο: πρώτον, ότι το όμοιο παράγει το όμοιο, ή πως ένα αποτέλεσμα μοιάζει με την αιτία του· και, δεύτερον, ότι τα πράγματα που κάποτε είχαν έρθει σε επαφή μεταξύ τους συνεχίζουν να ενεργούν το ένα στο άλλο και σε απόσταση μετά τη διακοπή της φυσικής επαφής. Η πρώτη αρχή μπορεί να ονομαστεί Νόμος της Ομοιότητας, ενώ η δεύτερη Νόμος της Επαφής ή της Μετάδοσης. Από την πρώτη από αυτές τις αρχές, δηλαδή τον Νόμο της Ομοιότητας, ο μάγος συμπεραίνει πως μπορεί να παράγει οποιοδήποτε αποτέλεσμα επιθυμεί απλώς με το να το μιμηθεί: από τη δεύτερη συμπεραίνει πως ό,τι κάνει σε ένα υλικό αντικείμενο θα επηρεάσει εξίσου το άτομο με το οποίο το αντικείμενο ήταν κάποτε σε επαφή, είτε αποτελούσε μέρος του σώματός του είτε όχι. Τα μάγια που βασίζονται στο Νόμο της Ομοιότητας μπορούν να ονομαστούν Ομοιοπαθητική ή Μιμητική Μαγεία. Τα μάγια που βασίζονται στο Νόμο της Επαφής ή Μετάδοσης μπορούν να ονομάζονται Μεταδοτική Μαγεία. To denote the first of these branches of magic the term Homoeopathic is perhaps preferable, for the alternative term Imitative or Mimetic suggests, if it does not imply, a conscious agent who imitates, thereby limiting the scope of magic too narrowly. For the same principles which the magician applies in the practice of his art are implicitly believed by him to regulate the operations of inanimate nature; in other words, he tacitly assumes that οι Νόμοι της Ομοιότητας και της Επαφής έχουν καθολική εφαρμογή και δεν περιορίζονται μόνο σε ανθρώπινες ενέργειες. In short, magic is a spurious system of natural law as well as a fallacious guide of conduct; it is a false science as well as an abortive art. Regarded as a system of natural law, that is, as a statement of the rules which determine the sequence of events throughout the world, it maybe called Theoretical Magic: regarded as a set of precepts which human beings observe in order to compass their ends, it maybe called Practical Magic. At the same time it is to be borne in mind that the primitive magician knows magic only on its practical side; he never analyses the mental processes on which his practice is based, never reflects on the abstract principles involved in his actions. With him, as with the vast majority of men, logic is implicit, not explicit: he reasons just as he digests his food in complete ignorance of the intellectual and physiological processes which are essential to the one operation and to the other. In short, to him magic is always an art, never a science; the very idea of science is lacking in his undeveloped mind.


  Homoeopathic magic is founded on the association of ideas by similarity: contagious magic is founded on the association of ideas by contiguity. Η ομοιοπαθητική μαγεία διαπράττει το λάθος να υποθέσει ότι πράγματα που μοιάζουν μεταξύ τους είναι τα ίδια: η μεταδοτική μαγεία διαπράττει το λάθος να υποθέσει ότι πράγματα που κάποτε ήρθαν σε επαφή μεταξύ τους είναι πάντα σε επαφή. Στην πράξη όμως, οι δύο κλάδοι συχνά συνδυάζονται.
  Ίσως η πιο γνωστή εφαρμογή της αρχής ότι το όμοιο παράγει το όμοιο είναι η προσπάθεια που έχει γίνει από πολλούς ανθρώπους σε πολλές εποχές να τραυματίσουν ή να καταστρέψουν έναν εχθρό τραυματίζοντας ή καταστρέφοντας μια εικόνα του, με την πεποίθηση πως, ακριβώς όπως υποφέρει η εικόνα, έτσι υποφέρει και ο άνθρωπος, και πως όταν χαθεί, εκείνος πρέπει να πεθάνει. Μερικά περιστατικά από τα πολλά μπορούν να δοθούν για να αποδείξουν μονομιάς την ευρεία διάδοση αυτής της πρακτικής σε όλο τον κόσμο και την αξιοσημείωτη επιμονή της κατά τη διάρκεια των αιώνων. For thousands of years ago it was known to the sorcerers of ancient India, Babylon, and Egypt, as well as of Greece and Rome, and at this day it is still resorted to by cunning and malignant savages in Australia, Africa, and Scotland. Thus the North American Indians, we are told, believe that by drawing the figure of a person in sand, ashes, or clay, or by considering any object as his body, and then pricking it with a sharp stick or doing it any other injury, they inflict a corresponding injury on the person represented. For example, when an Ojebway Indian desires to work evil on any one, he makes a little wooden image of his enemy and runs a needle into its head or heart, or he shoots an arrow into it, believing that wherever the needle pierces or the arrow strikes the image, his foe will the same instant be seized with a sharp pain in the corresponding part of his body; but if he intends to kill the person outright, he burns or buries the puppet, uttering certain magic words as he does so.


  If homoeopathic or imitative magic, working by means of images, has commonly been practised for the spiteful purpose of putting obnoxious people out of the world, it has also, though far more rarely, been employed with the benevolent intention of helping others into it. In other words, it has been used to διευκολύνει τον τοκετό και την απόκτηση απογόνων για άγονες γυναίκες. Thus among the Bataks of Sumatra a barren woman, who would become a mother, will make a wooden image of a child and hold it in her lap, believing that this will lead to the fulfilment of her wish.
  Among some of the Dyaks of Borneo, when a woman is in hard labour, a wizard is called in, who essays to facilitate the delivery in a rational manner by manipulating the body of the sufferer. Meantime another wizard outside the room exerts himself to attain the same end by means which we should regard as wholly irrational. He, in fact, pretends to be the expectant mother; a large stone attached to his stomach by a cloth wrapt round his body represents the child in the womb, and, following the directions shouted to him by his colleague on the real scene of operations, he moves this make-believe baby about on his body in exact imitation of the movements of the real baby till the infant is born.
  Another beneficent use of homoeopathic magic is to θεραπεύσει ή να αποτρέψει τις ασθένειες. The ancient Hindoos performed an elaborate ceremony, based on homoeopathic magic, for the cure of jaundice. .... Then in order to improve his colour by thoroughly eradicating the yellow taint, he proceeded thus. He first daubed him from head to foot with a yellow porridge made of tumeric or curcuma (a yellow plant), set him on a bed, tied three yellow birds, to wit, a parrot, a thrush, and a yellow wagtail, by means of a yellow string to the foot of the bed; then pouring water over the patient, he washed off the yellow porridge, and with it no doubt the jaundice, from him to the birds. After that, by way of giving a final bloom to his complexion, he took some hairs of a red bull, wrapt them in gold leaf, and glued them to the patient’s skin.
  One of the great merits of homoeopathic magic is that it enables the cure to be performed on the person of the doctor instead of on that of his victim, who is thus relieved of all trouble and inconvenience, while he sees his medical man writhe in anguish before him.


  Further, homoeopathic and in general sympathetic magic plays a great part in the measures taken by the rude hunter or fisherman to εξασφαλίσει μια άφθονη παροχή τροφής. On the principle that like produces like, many things are done by him and his friends in deliberate imitation of the result which he seeks to attain; and, on the other hand, many things are scrupulously avoided because they bear some more or less fanciful resemblance to others which would really be disastrous.


  It is to be observed that the system of sympathetic magic is not merely composed of positive precepts; it comprises a very large number of negative precepts, that is, prohibitions. It tells you not merely what to do, but also what to leave undone. The positive precepts are charms: the negative precepts are taboos.
  Η θετική μαγεία και τα ξόρκια της λένε, «Κάνε αυτό για να συμβεί αυτό και εκείνο.» Η αρνητική μαγεία ή ταμπού λέει, «Μην κάνεις αυτό, μήπως αυτό και εκείνο συμβεί.» Ο στόχος της θετικής μαγείας είναι να παράγει ένα επιθυμητό γεγονός· ο στόχος της αρνητικής μαγείας ή ταμπού είναι να αποφευχθεί ένα ανεπιθύμητο γεγονός.
  Thus, among the Esquimaux boys are forbidden to play cat’s cradle, because if they did so their fingers might in later life become entangled in the harpoon-line. Here the taboo is obviously an application of the law of similarity, which is the basis of homoeopathic magic: as the child’s fingers are entangled by the string in playing cat’s cradle, so they will be entangled by the harpoonline when he is a man and hunts whales. Again, among the Huzuls of the Carpathian Mountains the wife of a hunter may not spin while her husband is eating, or the game will turn and wind like the spindle, and the hunter will be unable to hit it. Here again the taboo is clearly derived from the law of similarity. So, too, in most parts of ancient Italy women were forbidden by law to spin on the highroads as they walked, or even to carry their spindles openly, because any such action was believed to injure the crops. Probably the notion was that the twirling of the spindle would twirl the corn-stalks and prevent them from growing straight. .... For a similar reason it is a rule with the Toradjas of Central Celebes that no one may stand or loiter on the ladder of a house where there is a pregnant woman, for such delay would retard the birth of the child.
  Again, a Blackfoot Indian who has set a trap for eagles, and is watching it, would not eat rosebuds on any account; for he argues that if he did so, and an eagle alighted near the trap, the rosebuds in his own stomach would make the bird itch, with the result that instead of swallowing the bait the eagle would merely sit and scratch himself.


  The reader may have observed that in some of the foregoing examples of taboos the magical influence is supposed to operate at considerable distances. Αυτή η πίστη στη συμπαθητική επιρροή που ασκείται ανάμεσα σε άτομα ή πράγματα από απόσταση είναι η ουσία της μαγείας. Όποιες αμφιβολίες κι αν μπορεί να φιλοξενήσει η επιστήμη ως προς τη δυνατότητα δράσης από απόσταση, η μαγεία δεν έχει καμιά· η πίστη στην τηλεπάθεια είναι μία από τις πρώτες αρχές της.
  Γιατί ο άγριος είναι πεπεισμένος όχι μόνο ότι οι μαγικές τελετές επηρεάζουν άτομα και πράγματα που βρίσκονται πολύ μακριά, αλλά και ότι οι απλούστερες πράξεις της καθημερινής ζωής μπορούν να το κάνουν επίσης.
Hence on important occasions the behaviour of friends and relations at a distance is often regulated by a more or less elaborate code of rules, the neglect of which by the one set of persons would, it is supposed, entail misfortune or even death on the absent ones. In particular when a party of men are out hunting or fighting, their kinsfolk at home are often expected to do certain things or to abstain from doing certain others, for the sake of ensuring the safety and success of the distant hunters or warriors.
  Many of the indigenous tribes of Sarawak are firmly persuaded that were the wives to commit adultery while their husbands are searching for camphor in the jungle, the camphor obtained by the men would evaporate. Husbands can discover, by certain knots in the tree, when the wives are unfaithful; and it is said that in former days many women were killed by jealous husbands on no better evidence than that of these knots. Further, the wives dare not touch a comb while their husbands are away collecting the camphor; for if they did so, the interstices between the fibres of the tree, instead of being filled with the precious crystals, would be empty like the spaces between the teeth of a comb.
  Among the Tshi-speaking peoples of the Gold Coast the wives of men who are away with the army paint themselves white, and adorn their persons with beads and charms. On the day when a battle is expected to take place, they run about armed with guns, or sticks carved to look like guns, and taking green paw-paws (fruits shaped somewhat like a melon), they hack them with knives, as if they were chopping off the heads of the foe. The pantomime is no doubt merely an imitative charm, to enable the men to do to the enemy as the women do to the paw-paws.
  Η μεταδοτική μαγεία, βαδίζει στηριζόμενη στην αντίληψη ότι τα πράγματα που κάποτε είχαν συνδεθεί πρέπει έτσι και να παραμείνουν παντοτινά, ακόμη και όταν είναι πλέον αρκετά διαχωρισμένα το ένα από το άλλο, σε μια τέτοια συμπαθητική σχέση ώστε ό,τι γίνεται στο ένα πρέπει να επηρεάζει ομοίως το άλλο. Thus the logical basis of Contagious Magic, like that of Homoeopathic Magic, is a mistaken association of ideas; its physical basis, if we may speak of such a thing, like the physical basis of Homoeopathic Magic, is a material medium of some sort which, like the ether of modern physics, is assumed to unite distant objects and to convey impressions from one to the other. Το πιο γνωστό παράδειγμα της Μεταδοτικής μαγείας είναι η μαγική αμοιβαιότητα που υποτίθεται ότι υπάρχει μεταξύ ενός ανθρώπου και οποιουδήποτε αποκομμένου τμήματος του σώματός του, όπως τα μαλλιά ή τα νύχια του· έτσι ώστε όποιος αποκτήσει ανθρώπινα μαλλιά ή νύχια να μπορεί να επιτύχει αυτό που θέλει, από οποιαδήποτε απόσταση, πάνω στο άτομο από το οποίο κόπηκαν. Αυτή η δεισιδαιμονία υπάρχει παγκοσμίως.
  Άλλα τμήματα που συχνά πιστεύεται ότι παραμένουν σε μια συμπαθητική ένωση με το σώμα, μετά τη διακοπή της φυσικής σύνδεσης, είναι ο ομφάλιος λώρος και τα κατάλοιπα της γέννας, συμπεριλαμβανομένου του πλακούντα.
So intimate, indeed, is the union conceived to be, that the fortunes of the individual for good or evil throughout life are often supposed to be bound up with one or other of these portions of his person, so that if his navel-string or afterbirth is preserved and properly treated, he will be prosperous; whereas if it be injured or lost, he will suffer accordingly. Thus certain tribes of Western Australia believe that a man swims well or ill, according as his mother at his birth threw the navel-string into water or not.
  In Ponape, one of the Caroline Islands, the navel-string is placed in a shell and then disposed of in such a way as shall best adapt the child for the career which the parents have chosen for him; for example, if they wish to make him a good climber, they will hang the navel-string on a tree.


  A curious application of the doctrine of contagious magic is η σχέση που συνήθως πιστεύεται να υπάρχει μεταξύ ενός τραυματία και του μέσου που τον πλήγωσε, so that whatever is subsequently done by or to the agent must correspondingly affect the patient either for good or evil.
  In Melanesia, if a man’s friends get possession of the arrow which wounded him, they keep it in a damp place or in cool leaves, for then the inflammation will be trifling and will soon subside. Meantime the enemy who shot the arrow is hard at work to aggravate the wound by all the means in his power. For this purpose he and his friends drink hot and burning juices and chew irritating leaves, for this will clearly inflame and irritate the wound. Further, they keep the bow near the fire to make the wound which it has inflicted hot; and for the same reason they put the arrow-head, if it has been recovered, into the fire. Moreover, they are careful to keep the bow-string taut and to twang it occasionally, for this will cause the wounded man to suffer from tension of the nerves and spasms of tetanus.
  Remedies of the sort which Bacon deemed worthy of his attention are still in vogue in the eastern counties of England. Thus in Suffolk if a man cuts himself with a bill-hook or a scythe he always takes care to keep the weapon bright, and oils it to prevent the wound from festering. .... Similarly in the Harz Mountains they say that if you cut yourself, you ought to smear the knife or the scissors with fat and put the instrument away in a dry place in the name of the Father, of the Son, and of the Holy Ghost. As the knife dries, the wound heals.
  It is said that when one of his pigs or sheep breaks its leg, a farmer of Rhenish Bavaria or Hesse will bind up the leg of a chair with bandages and splints in due form. For some days thereafter no one may sit on that chair, move it, or knock up against it; for to do so would pain the injured pig or sheep and hinder the cure. In this last case it is clear that we have passed wholly out of the region of contagious magic and into the region of homoeopathic or imitative magic; the chair-leg, which is treated instead of the beast’s leg, in no sense belongs to the animal, and the application of bandages to it is a mere simulation of the treatment which a more rational surgery would bestow on the real patient.


  Μια δεισιδαιμονία παγκοσμίως διαδεδομένη είναι πως τραυματίζοντας τις πατημασιές τραυματίζονται τα πόδια που τις έκαναν. Thus the natives of South-eastern Australia think that they can lame a man by placing sharp pieces of quartz, glass, bone, or charcoal in his footprints. Rheumatic pains are often attributed by them to this cause. Seeing a Tatungolung man very lame, Mr. Howitt asked him what was the matter. He said, “some fellow has put bottle in my foot.” He was suffering from rheumatism, but believed that an enemy had found his foot-track and had buried it in a piece of broken bottle, the magical influence of which had entered his foot. Similar practices prevail in various parts of Europe.
  Όπου η συμπαθητική μαγεία εμφανίζεται στην καθαρή αναλλοίωτη μορφή της, υποθέτει ότι στη φύση ένα γεγονός ακολουθεί ένα άλλο αναγκαστικά και αμετάβλητα χωρίς την παρέμβαση οποιουδήποτε αντιπροσώπου, πνευματικού ή σωματοποιημένου. Έτσι, η θεμελιώδης σύλληψή της είναι η ίδια με αυτήν της σύγχρονης επιστήμης· υπόβαθρο του όλου συστήματος είναι μια πίστη, σιωπηλή αλλά πραγματική και σταθερή, στην τάξη και την ομοιομορφία της φύσης. Ο μάγος δεν αμφιβάλλει ότι οι ίδιες αιτίες θα παράγουν πάντα τα ίδια αποτελέσματα, ότι η εκτέλεση της σωστής τελετής, συνοδευόμενη από το κατάλληλο ξόρκι, αναπόφευκτα θα ευοδωθεί από το επιθυμητό αποτέλεσμα, εκτός εάν, πράγματι, τα ξόρκια του θα έχουν την ατυχία να αντικρουστούν και να ματαιωθούν από τα πιο ισχυρά ξόρκια ενός άλλου μάγου.
  Έτσι, στο βαθμό που η θρησκεία υποθέτει ότι ο κόσμος καθοδηγείται από συνειδητές οντότητες που μπορεί να επηρεαστούν στις αποφάσεις τους με την πειθώ, βρίσκεται σε θεμελιώδη ανταγωνισμό με τη μαγεία όπως και με την επιστήμη, καθώς και οι δύο θεωρούν δεδομένο ότι η πορεία της φύσης καθορίζεται, όχι από τα πάθη ή τα καπρίτσια προσωπικών όντων, αλλά από τη λειτουργία αμετάβλητων νόμων που ενεργούν μηχανικά.
  Υπάρχει ένα ρητό παντού στην Ινδία: «Όλο το σύμπαν υποτάσσεται στους θεούς· οι θεοί υποτάσσονται στα ξόρκια (τα μάντρα)· τα ξόρκια στους Βραχμάνους· επομένως οι Βραχμάνοι είναι οι θεοί μας.»
  Αυτή η ριζοσπαστική σύγκρουση αρχής μεταξύ μαγείας και θρησκείας εξηγεί επαρκώς την αδυσώπητη εχθρότητα με την οποία στην ιστορία ο ιερέας συχνά καταδίωξε τον μάγο.
  Ωστόσο αυτός ο ανταγωνισμός, όσο οικείος κι αν είναι σε εμάς, φαίνεται να έκανε την εμφάνισή του συγκριτικά αργά στην ιστορία της θρησκείας. Σε προγενέστερο στάδιο οι λειτουργίες του ιερέα και του μάγου συχνά συνδυάζονταν ή, για να μιλήσουμε ίσως πιο σωστά, δεν είχαν ακόμη διαφοροποιηθεί μεταξύ τους.
  Όσον αφορά στην αρχαία Ινδία, ένας διακεκριμένος μελετητής της Σανσκριτικής έχει πει ότι «το τελετουργικό της θυσίας στην πρώτη περίοδο για την οποία έχουμε λεπτομερείς πληροφορίες είναι διαποτισμένο με πρακτικές που απηχούν το πνεύμα της πιο πρωτόγονης μαγείας.»
Speaking of the importance of magic in the East, and especially in Egypt, Professor Maspero remarks that “we ought not to attach to the word magic the degrading idea which it almost inevitably calls up in the mind of a modern. Ancient magic was the very foundation of religion. The faithful who desired to obtain some favour from a god had no chance of succeeding except by laying hands on the deity, and this arrest could only be effected by means of a certain number of rites, sacrifices, prayers, and chants, which the god himself had revealed, and which obliged him to do what was demanded of him.”


  In the first place a consideration of the fundamental notions of magic and religion may incline us to surmise that η μαγεία είναι παλαιότερη από τη θρησκεία στην ιστορία της ανθρωπότητας.
  The conclusion which we have thus reached deductively from a consideration of the fundamental ideas of magic and religion is confirmed inductively by the observation that among the aborigines of Australia, the rudest savages as to whom we possess accurate information, magic is universally practised, whereas religion in the sense of a propitiation or conciliation of the higher powers seems to be nearly unknown. Roughly speaking, all men in Australia are magicians, but not one is a priest; everybody fancies he can influence his fellows or the course of nature by sympathetic magic, but nobody dreams of propitiating gods by prayer and sacrifice.


  Εάν μια Εποχή της Μαγείας έχει λοιπόν παντού, όπως τολμώ να υποθέσω, προηγηθεί μιας Εποχή της Θρησκείας, είναι φυσικό να διερευνήσουμε ποιες αιτίες οδήγησαν την ανθρωπότητα, ή μάλλον ένα μέρος αυτής, να εγκαταλείψει τη μαγεία ως αρχή πίστης και πρακτικής, και να μετακινηθεί αντ’ αυτής στη θρησκεία.
  Οι πιο ικανοί πνευματικά πρέπει με τον καιρό να αντιλήφθηκαν ότι οι μαγικές τελετές και τα ξόρκια δεν επιτύγχαναν πραγματικά τα αποτελέσματα που είχαν σχεδιαστεί για να παράγουν, και τα οποία η πλειοψηφία των απλούστερων συνανθρώπων τους εξακολουθούσε να πιστεύει ότι πράγματι παρήγαγαν. Αυτή η μεγάλη ανακάλυψη της αναποτελεσματικότητας της μαγείας πρέπει να προκάλεσε μια ριζοσπαστική, αλλά πιθανά αργή επανάσταση στο μυαλό εκείνων που είχαν την οξυδέρκεια να τη σκεφτούν. Η ανακάλυψη ισοδυναμούσε με αυτό, ότι οι άνθρωποι αναγνώριζαν για πρώτη φορά την αδυναμία τους να χειραγωγήσουν κατά το δοκούν ορισμένες δυνάμεις της φύσης που μέχρι τότε πίστευαν ότι ήταν εντελώς κάτω από τον έλεγχό τους. Ήταν μια ομολογία της ανθρώπινης άγνοιας και αδυναμίας.

  The rain still fell on the thirsty ground: the sun still pursued his daily, and the moon her nightly journey across the sky: the silent procession of the seasons still moved in light and shadow, in cloud and sunshine across the earth: men were still born to labour and sorrow, and still, after a brief sojourn here, were gathered to their fathers in the long home hereafter. All things indeed went on as before, yet all seemed different to him from whose eyes the old scales had fallen. For he could no longer cherish the pleasing illusion that it was he who guided the earth and the heaven in their courses, and that they would cease to perform their great revolutions were he to take his feeble hand from the wheel.


  If the great world went on its way without the help of him or his fellows, it must surely be because there were other beings, like himself, but far stronger, who, unseen themselves, directed its course and brought about all the varied series of events which he had hitherto believed to be dependent on his own magic. It was they, as he now believed, and not he himself, who made the stormy wind to blow, the lightning to flash, and the thunder to roll; who had laid the foundations of the solid earth and set bounds to the restless sea that it might not pass; who caused all the glorious lights of heaven to shine; who gave the fowls of the air their meat and the wild beasts of the desert their prey; who bade the fruitful land to bring forth in abundance, the high hills to be clothed with forests, the bubbling springs to rise under the rocks in the valleys, and green pastures to grow by still waters; who breathed into man’s nostrils and made him live, or turned him to destruction by famine and pestilence and war. To these mighty beings, whose handiwork he traced in all the gorgeous and varied pageantry of nature, man now addressed himself, humbly confessing his dependence on their invisible power, and beseeching them of their mercy to furnish him with all good things, to defend him from the perils and dangers by which our mortal life is compassed about on every hand, and finally to bring his immortal spirit, freed from the burden of the body, to some happier world, beyond the reach of pain and sorrow, where he might rest with them and with the spirits of good men in joy and felicity for ever.


  Κατ’ αυτόν, ή κατά κάποιον τρόπο σαν αυτόν, μπορεί να χρεωθεί στα βαθύτερα μυαλά η μεγάλη μετάβαση από τη μαγεία στη θρησκεία. Αλλά ακόμη και σε εκείνα η αλλαγή σχεδόν ποτέ δε θα ήταν ξαφνική· πιθανότατα προχώρησε πολύ αργά, και χρειάστηκε εποχές και εποχές για την λιγότερο ή περισσότερο τέλεια πραγματοποίησή της.






Ανθρώπινοι Θεοί

  The foregoing evidence may satisfy us that in many lands and many races magic has claimed to control the great forces of nature for the good of man. If that has been so, the practitioners of the art must necessarily be personages of importance and influence in any society which puts faith in their extravagant pretensions, and it would be no matter for surprise if, by virtue of the reputation which they enjoy and of the awe which they inspire, some of them should attain to the highest position of authority over their credulous fellows. In point of fact οι μάγοι φαίνεται να εξελίχθηκαν συχνά σε αρχηγούς και βασιλιάδες.


  Συνακόλουθα, αυτοί οι άνδρες αναμένεται συχνά να παρέχουν στους ανθρώπους τροφή μέσω της μαγείας. Άλλοι πρέπει να κάνουν τη βροχή να πέσει ή να προσφέρουν άλλες υπηρεσίες στην κοινότητα. Εν ολίγοις, μεταξύ των φυλών της Κεντρικής Αυστραλίας οι αρχηγοί είναι δημόσιοι μάγοι. Επιπλέον, η πιο σημαντική λειτουργία τους είναι να έχουν την ευθύνη της ιερής αποθήκης, συνήθως μια σχισμή στους βράχους ή μια τρύπα στο έδαφος, όπου φυλάσσονται οι ιερές πέτρες και τα ραβδιά (churinga) με τα οποία οι ψυχές όλων των ανθρώπων, ζωντανών και νεκρών, υποτίθεται προφανώς ότι είναι κατά κάποιον τρόπο συνδεδεμένες. Έτσι, ενώ οι αρχηγοί πρέπει σίγουρα να εκτελέσουν και αυτά που θα ονομάζαμε αστικά καθήκοντα, όπως το να επιβάλουν την τιμωρία για παραβάσεις των φυλετικών εθίμων, οι κυρίως λειτουργίες τους είναι ιερές ή μαγικές
.


  Still rising in the scale of culture we come to Africa, where both the chieftainship and the kingship are fully developed; and here the evidence for the evolution of the chief out of the magician, and especially out of the rain-maker, is comparatively plentiful.


  Εάν ένας αρχηγός δεν μπορεί να προκαλέσει βροχή ο ίδιος, πρέπει να γνωρίζει κάποιον που να μπορεί. Ως εκ τούτου, στην Αφρική ο αρχηγός που αποτυγχάνει να προμηθεύσει βροχή, συχνά εξορίζεται ή σκοτώνεται.


  Οι βασιλιάδες του Μεξικού, όταν ανέρχονταν στο θρόνο, ορκιζόντουσαν ότι θα έκαναν τον ήλιο να λάμπει, τα σύννεφα να δίνουν βροχή, τα ποτάμια να κυλούν και τη γη να βγάζει καρπούς σε αφθονία.


  Στη Νότια Αμερική, επίσης, οι μάγοι ή οι γιατροί φαίνεται να βρίσκονταν στον σίγουρο δρόμο προς την αρχηγία ή τη βασιλεία.


  Perhaps the last relic of such superstitions which lingered about our English kings was the notion that they could heal scrofula by their touch. The disease was accordingly known as the King’s Evil. Queen Elizabeth often exercised this miraculous gift of healing. On Midsummer Day 1633, Charles the First cured a hundred patients at one swoop in the chapel royal at Holyrood.


  On the whole, then, we seem to be justified in inferring that in many parts of the world the king is the lineal successor of the old magician or medicine-man.


  Γιατί όσο περνάει ο καιρός, η πλάνη της μαγείας γίνεται ολοένα και πιο εμφανής στα οξύτερα μυαλά και εκτοπίζεται αργά-αργά από τη θρησκεία· με άλλα λόγια, ο μάγος δίνει τη θέση του στον ιερέα, ο οποίος, αποκηρύσσοντας την προσπάθεια να ελέγξει άμεσα τις διαδικασίες της φύσης για το καλό του ανθρώπου, επιδιώκει να επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα έμμεσα κάνοντας έκκληση στους θεούς να κάνουν γι αυτόν ό,τι δεν φαντάζεται πια πως μπορεί να κάνει μόνος του. Hence the king, starting as a magician, tends gradually to exchange the practice of magic for the priestly functions of prayer and sacrifice.
  ....Thus as his old sense of equality with the gods slowly vanishes, he resigns at the same time the hope of directing the course of nature by his own unaided resources, that is, by magic, and looks more and more to the gods as the sole repositories of those supernatural powers which he once claimed to share with them. Με την πρόοδο της γνώσης, επομένως, η προσευχή και η θυσία αναλαμβάνουν την κυρίαρχη θέση στο θρησκευτικό τελετουργικό· και η μαγεία, η οποία κάποτε κατατασσόταν μαζί τους ως νόμιμα ισότιμη, αποδιώχνεται σταδιακά στο παρασκήνιο και βυθίζεται στο επίπεδο μιας μαύρης τέχνης.


  The notion of a man-god, or of a human being endowed with divine or supernatural powers, belongs essentially to that earlier period of religious history in which gods and men are still viewed as beings of much the same order, and before they are divided by the impassable gulf which, to later thought, opens out between them. Όσο παράξενη, λοιπόν, κι αν μας φαίνεται η ιδέα ενός θεού ενσαρκωμένου σε ανθρώπινη μορφή, δεν έχει τίποτα το πολύ εντυπωσιακό για τον πρώιμο άνθρωπο, που βλέπει σε έναν άνθρωπο-θεό ή έναν θεό-άνθρωπο μόνο έναν υψηλότερο βαθμό από τις ίδιες υπερφυσικές δυνάμεις που διεκδικεί με υπεροψία και τυφλή εμπιστοσύνη για τον εαυτό του. Ούτε χαράσσει κάποια πολύ έντονη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ενός θεού και ενός ισχυρού μάγου. Οι θεοί του είναι συχνά απλώς αόρατοι μάγοι που πίσω από το πέπλο της φύσης επιτελούν το ίδιο είδος από γητειές και ξόρκια που επιτελεί ο ανθρώπινος μάγος σε μια ορατή, φυσική μορφή μεταξύ των συνανθρώπων του. Και δεδομένου ότι οι θεοί πιστεύεται συχνά ότι παρουσιάζονται με τη μορφή ανθρώπων στους πιστούς τους, είναι εύκολο για τον μάγο, με τις υποτιθέμενες θαυμαστές δυνάμεις του, να αποκτήσει τη φήμη ότι είναι μια ενσαρκωμένη θεότητα. Ξεκινώντας λοιπόν σαν κάτι λίγο περισσότερο από έναν απλό γητευτή, ο γιατρός ή ο μάγος τείνει να ανθίσει σε έναν ολοκληρωμένο και ταυτόσημο θεό και βασιλιά.


  The persons in whom a deity is thought to reveal himself are by no means always kings or descendants of kings; the supposed incarnation may take place even in men of the humblest rank.


  Η πίστη στην προσωρινή ενσάρκωση ή έμπνευση είναι παγκόσμια. Ορισμένα άτομα υποτίθεται ότι καταλαμβάνονται κατά καιρούς από κάποιο πνεύμα ή κάποια θεότητα· ενόσω διαρκεί αυτή η κατοχή, η δική τους προσωπικότητα βρίσκεται σε αναστολή, η παρουσία του πνεύματος αποκαλύπτεται από σπασμούς και ανακινήσεις ολόκληρου του σώματος του ανθρώπου, από άγριες χειρονομίες και ενθουσιασμένα βλέμματα, τα οποία αποδίδονται, όχι στον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά στο πνεύμα που έχει εισέλθει σε αυτόν· και σε αυτήν την αφύσικη κατάσταση όλες οι εκφράσεις του γίνονται αποδεκτές ως η φωνή του θεού ή του πνεύματος που κατοικεί εντός του και μιλάει μέσω εκείνου.


  Ένας από αυτούς τους τρόπους δημιουργίας έμπνευσης είναι ρουφώντας το φρέσκο αίμα του θυσιασμένου ζώου.

  At a festival of the Alfoors of Minahassa, in Northern Celebes, after a pig has been killed, the priest rushes furiously at it, thrusts his head into the carcase, and drinks of the blood. Then he is dragged away from it by force and set on a chair, whereupon he begins to prophesy how the rice-crop will turn out that year. A second time he runs at the carcase and drinks of the blood; a second time he is forced into the chair and continues his predictions. It is thought that there is a spirit in him which possesses the power of prophecy.
  Ο άλλος τρόπος παραγωγής προσωρινής έμπνευσης, στον οποίο θα αναφερθώ εδώ, συνίσταται στη χρήση ενός ιερού δέντρου ή φυτού.
  The person temporarily inspired is believed to acquire, not merely divine knowledge, but also, at least occasionally, divine power. In Cambodia, when an epidemic breaks out, the inhabitants of several villages unite and go with a band of music at their head to look for the man whom the local god is supposed to have chosen for his temporary incarnation. When found, the man is conducted to the altar of the god, where the mystery of incarnation takes place. Then the man becomes an object of veneration to his fellows, who implore him to protect the village against the plague. A certain image of Apollo, which stood in a sacred cave at Hylae near Magnesia, was thought to impart superhuman strength. Sacred men, inspired by it, leaped down precipices, tore up huge trees by the roots, and carried them on their backs along the narrowest defiles. The feats performed by inspired dervishes belong to the same class.


  Από πεποιθήσεις όπως αυτές, είναι ένα εύκολο βήμα προς την βεβαιότητα ότι ορισμένοι άνθρωποι κατέχονται μόνιμα από μια θεότητα, ή με κάποιον άλλο απροσδιόριστο τρόπο ενδύονται με έναν τόσο υψηλό βαθμό υπερφυσικής δύναμης ώστε να κατατάσσονται ως θεοί και να λαμβάνουν από τους υποτελείς τους προσευχές και θυσίες. Μερικές φορές αυτοί οι ανθρώπινοι θεοί περιορίζονται σε καθαρά υπερφυσικές ή πνευματικές λειτουργίες. Μερικές φορές ασκούν επιπλέον υπέρτατη πολιτική δύναμη. Στην τελευταία περίπτωση είναι βασιλείς αλλά ταυτόχρονα και θεοί, και το πολίτευμα είναι θεοκρατία.






Κατηγορία Βασιλιάδων της Φύσης

  ...Departmental Kings of Nature are persons supposed to rule over particular elements or aspects of nature.
  Before the rains begin to fall at the end of March the country is a parched and arid desert; and the cattle, which form the people’s chief wealth, perish for lack of grass. So, when the end of March draws on, each householder betakes himself to the Βασιλιάς της Βροχής and offers him a cow that he may make the blessed waters of heaven to drip on the brown and withered pastures. If no shower falls, the people assemble and demand that the king shall give them rain; and if the sky still continues cloudless, they rip up his belly, in which he is believed to keep the storms. Amongst the Bari tribe one of these Rain Kings made rain by sprinkling water on the ground out of a handbell.
  The people bring him tribute in the form of clothes and fruits, and cultivate for him a large field of his own. He is a kind of king, and his office passes by inheritance to his brother or sister’s son. He is supposed to conjure down rain and to drive away the locusts. Αλλά αν απογοητεύσει την προσδοκία των ανθρώπων και μια μεγάλη ξηρασία εκδηλωθεί στη χώρα, ο Αλφάι λιθοβολείται μέχρι θανάτου, και οι πλησιέστεροι συγγενείς του υποχρεούνται να του πετάξουν την πρώτη πέτρα.
  Βασιλιάδες της Φωτιάς και του Νερού. .... By means of the two former talismans the Water King can raise a flood that would drown the whole earth. If the Fire King draws the magic sword a few inches from its sheath, the sun is hidden and men and beasts fall into a profound sleep; were he to draw it quite out of the scabbard, the world would come to an end. To this wondrous brand sacrifices of buffaloes, pigs, fowls, and ducks are offered for rain. It is kept swathed in cotton and silk; and amongst the annual presents sent by the King of Cambodia were rich stuffs to wrap the sacred sword.






Η Λατρεία των Δέντρων

  ...Ιερά άλση were common among the ancient Germans, and tree-worship is hardly extinct amongst their descendants at the present day. How serious that worship was in former times maybe gathered from the ferocious penalty appointed by the old German laws for such as dared to peel the bark of a standing tree. The culprit’s navel was to be cut out and nailed to the part of the tree which he had peeled, and he was to be driven round and round the tree till all his guts were wound about its trunk. The intention of the punishment clearly was to replace the dead bark by a living substitute taken from the culprit; it was a life for a life, the life of a man for the life of a tree.
  Proofs of the prevalence of tree-worship in ancient Greece and Italy are abundant.
  The central point of the grove, at least among the tribes of the Volga, was the ιερό δένδρο, beside which everything else sank into insignificance. Before it the worshippers assembled and the priest offered his prayers, at its roots the victim was sacrificed, and its boughs sometimes served as a pulpit. No wood might be hewn and no branch broken in the grove, and women were generally forbidden to enter it.


  Για τον άγριο ο κόσμος γενικά είναι έμψυχος, και τα δέντρα και τα φυτά δεν αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα. Νομίζει ότι έχουν ψυχές σαν τη δική του, και τα αντιμετωπίζει ανάλογα.


  Όταν ένα δέντρο θεωρείται όχι πλέον ως το σώμα του δέντρου-πνεύματος, αλλά απλώς ως η κατοικία του που μπορεί να εγκαταλείψει κατά βούληση, μια σημαντική πρόοδος έχει γίνει στη θρησκευτική σκέψη. Ο ανιμισμός περνάει στον πολυθεϊσμό. Με άλλα λόγια, αντί να θεωρεί κάθε δέντρο ως ζωντανό και συνειδητό ον, ο άνθρωπος τώρα βλέπει σε αυτό απλώς μια άψυχη, αδρανή μάζα, κατοικημένη για μεγαλύτερο ή μικρότερο χρόνο από ένα υπερφυσικό ον που, καθώς μπορεί να περάσει ελεύθερα από δέντρο σε δέντρο, απολαμβάνει έτσι ένα ορισμένο δικαίωμα κατοχής ή κυριαρχίας πάνω στα δέντρα και, παύοντας να είναι ένα δέντρο-ψυχή, γίνεται ένας θεός του δάσους. Μόλις το δέντρο-πνεύμα αποδεσμευτεί έτσι από κάθε συγκεκριμένο δέντρο, αρχίζει να αλλάζει το σχήμα του και να αποκτά το σώμα ενός ανθρώπου, λόγω της γενικής τάσης της πρώιμης σκέψης να ντύνει όλα τα αφηρημένα πνευματικά όντα σε συγκεκριμένη ανθρώπινη μορφή. Ως εκ τούτου, στην κλασική τέχνη, οι συλβανικές θεότητες των δασών απεικονίζονται σε ανθρώπινο σχήμα, ενώ ο δασικός χαρακτήρας τους υποδηλώνεται από ένα κλαδί ή κάποιο εξίσου προφανές σύμβολο. Αλλά αυτή η αλλαγή σχήματος δεν επηρεάζει τον ουσιώδη χαρακτήρα του δέντρου-πνεύματος.


  Again, τα πνεύματα των δέντρων κάνουν τις καλλιέργειες να αναπτυχθούν. Amongst the Mundaris every village has its sacred grove, and “the grove deities are held responsible for the crops, and are especially honoured at all the great agricultural festivals.” The negroes of the Gold Coast are in the habit of sacrificing at the foot of certain tall trees, and they think that if one of these were felled all the fruits of the earth would perish. The Gallas dance in couples round sacred trees, praying for a good harvest.
  Στην πόλη Qua, κοντά στο Old Calabar, φύτρωνε ένας φοίνικας που εξασφάλιζε τη σύλληψη σε κάθε άγονη γυναίκα που έτρωγε έναν καρπό από τα κλαδιά της. Στην Ευρώπη, το δέντρο-του-Μάη ή ο στύλος-του-Μάη προφανώς θεωρείται ότι κατέχει παρόμοιες δυνάμεις τόσο για τις γυναίκες όσο και για τα βοοειδή. Thus in some parts of Germany on the first of May the peasants set up May-trees or May-bushes at the doors of stables and byres, one for each horse and cow; this is thought to make the cows yield much milk. Of the Irish we are told that “they fancy a green bough of a tree, fastened on May-day against the house, will produce plenty of milk that summer.”
  The Circassians regard the pear-tree as προστάτης των βοοειδών. So they cut down a young pear-tree in the forest, branch it, and carry it home, where it is adored as a divinity. Almost every house has one such pear-tree. In autumn, on the day of the festival, the tree is carried into the house with great ceremony to the sound of music and amid the joyous cries of all the inmates, who compliment it on its fortunate arrival. It is covered with candles, and a cheese is fastened to its top. Round about it they eat, drink, and sing. Then they bid the tree good-bye and take it back to the courtyard, where it remains for the rest of the year, set up against the wall, without receiving any mark of respect.






Η Επιρροή των Φύλων στη Βλάστηση

  Από την προηγούμενη εξέταση των ανοιξιάτικων και καλοκαιρινών φεστιβάλ της Ευρώπης μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι ακατέργαστοι πρόγονοί μας προσωποποίησαν τις δυνάμεις της βλάστησης ως αρσενικές και θηλυκές, και προσπάθησαν, βάσει της αρχής της ομοιοπαθητικής ή της μιμητικής μαγείας, να επιταχύνουν την ανάπτυξη των δέντρων και των φυτών αναπαριστώντας το γάμο των θεοτήτων του δάσους στα πρόσωπα ενός Βασιλιά και μιας Βασίλισσας του Μαΐου, ενός Γαμπρού και μιας Νύφης της Πεντηκοστής, και ούτω καθεξής. Τέτοιες αναπαραστάσεις δεν ήταν συνεπώς απλά συμβολικά ή αλληγορικά δράματα, ποιμαντικά έργα που σχεδιάστηκαν για να διασκεδάσουν ή να διδάξουν ένα αγροτικό ακροατήριο. Ήταν γητειές που προορίζονταν να κάνουν το δάσος να πρασινίσει, το φρέσκο γρασίδι να μεγαλώσει, το καλαμπόκι να ωριμάσει, και τα λουλούδια να ανθίσουν. Και ήταν φυσικό να υποθέσουμε ότι όσο πιο στενά μιμείτο ο πλαστός γάμος των ντυμένων με φύλλα ή των διακοσμημένων με λουλούδια ηθοποιών τον πραγματικό γάμο των δασικών ξωτικών, τόσο πιο αποτελεσματική θα ήταν η γητεία. Κατά συνέπεια, μπορούμε να υποθέσουμε με υψηλό βαθμό πιθανότητας ότι η διαβόητη ακολασία που συνόδευε αυτές τις τελετές ήταν κάποτε όχι μια τυχαία υπερβολή, αλλά ένα ουσιαστικό μέρος των τελετών, και ότι κατά την άποψη εκείνων που τις πραγματοποιούσαν ο γάμος των δέντρων και των φυτών δεν θα μπορούσε να είναι γόνιμος χωρίς την πραγματική σεξουαλική ένωση των ανθρώπινων φύλων.
  At the present day it might perhaps be vain to look in civilised Europe for customs of this sort observed for the explicit purpose of promoting the growth of vegetation. But ruder races in other parts of the world have consciously employed the intercourse of the sexes as a means to ensure the fruitfulness of the earth; and some rites which are still, or were till lately, kept up in Europe can be reasonably explained only as stunted relics of a similar practice.
  The following facts will make this plain.
  Για τέσσερις ημέρες πριν από τη δέσμευση του σπόρου στη γη, οι Pipiles της Κεντρικής Αμερικής κρατιόντουσαν χωριστά από τις συζύγους τους «έτσι ώστε τη νύχτα πριν από τη φύτευση να μπορούν να επιδοθούν στο πάθος τους στο έπακρο· ορισμένα άτομα λέγεται ακόμα ότι είχαν διοριστεί για να τελέσουν τη σεξουαλική πράξη την ακριβή στιγμή που οι πρώτοι σπόροι εναποθέτονταν στο έδαφος.» Η χρήση των συζύγων τους εκείνη την εποχή όντως επιβαλλόταν στους ανθρώπους από τους ιερείς ως θρησκευτικό καθήκον, ελλείψει του οποίου δεν ήταν νόμιμη η σπορά του σπόρου.


  Στον σπουδαστή που ενδιαφέρεται να ιχνηλατήσει την παραπλανητική πορεία του ανθρώπινου νου στις ψηλαφίσεις του της αλήθειας, έχει κάποιο ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι η ίδια θεωρητική πίστη στη συμπαθητική επιρροή των φύλων στη βλάστηση, που οδήγησε ορισμένους λαούς να παραδοθούν στα πάθη τους ως μέσο γονιμοποίησης της γης, οδήγησε άλλους να αναζητήσουν τον ίδιο στόχο με ακριβώς αντίθετα μέσα. Από τη στιγμή που έσπερναν το καλαμπόκι μέχρι τη στιγμή που το θέριζαν, οι Ινδιάνοι της Νικαράγουα ζούσαν αγνά, μένοντας μακριά από τις συζύγους τους και κοιμόντουσαν σε ξεχωριστό μέρος.


  Again, the sympathetic relation supposed to exist between the commerce of the sexes and the fertility of the earth manifests itself in the belief that illicit love tends, directly or indirectly, to mar that fertility and to blight the crops. Such a belief prevails, for example, among the Karens of Burma.
  Amongst the Bavili of Loango, it is believed that if a man breaks the marriage law by marrying a woman of his mother’s clan, God will in like manner punish the crime by withholding the rains in their due season.


  If rude man identifies himself, in a manner, with nature; if he fails to distinguish the impulses and processes in himself from the methods which nature adopts to ensure the reproduction of plants and animals, he may leap to one of two conclusions. Είτε μπορεί να συμπεράνει ότι παραδιδόμενος στις ορέξεις του θα βοηθήσει έτσι στον πολλαπλασιασμό των φυτών και των ζώων· ή μπορεί να φανταστεί ότι το σθένος που αρνείται να ξοδέψει για την αναπαραγωγή του δικού του είδους, θα αποθηκευτεί σα να ήταν ένα απόθεμα ενέργειας με το οποίο άλλα πλάσματα, είτε φυτά είτε ζώα, θα ωφεληθούν κατά κάποιο τρόπο στον πολλαπλασιασμό του είδους τους.






Οι Βασιλιάδες της Ρώμης

  Διότι μπορούμε να ξεπεράσουμε την αμφιβολία ότι από παλιά κάθε Λατινική πόλη ή οικισμός είχε τον δικό του Δία, καθώς κάθε πόλη και σχεδόν κάθε εκκλησία στη σύγχρονη Ιταλία έχει τη δική της Παναγία· and like the Baal of the Semites the local Jupiter was commonly worshipped on high places. Wooded heights round which the rain-clouds gather, were indeed the natural sanctuaries for a god of the sky, the rain, and the oak.
  It is said that Numa, the typical priestly king, at first himself discharged the functions of Flamen Dialis, but afterwards appointed a separate priest of Jupiter with that title, in order that the kings, untrammeled by the burdensome religious observances attached to the priesthood, might be free to lead their armies to battle. The tradition may be substantially correct; for analogy shews that οι λειτουργίες ενός ιερατικού βασιλιά είναι πολύ κουραστικές και πολύ αντιφατικές για να ενωθούν μόνιμα στα ίδια χέρια, και ότι αργά ή γρήγορα ο κάτοχος του αξιώματος επιδιώκει να απαλλαγεί από μέρος του φόρτου του, αναθέτοντας σε άλλους, σύμφωνα με τον χαρακτήρα και τις προτιμήσεις του, είτε τα πολιτικά είτε τα θρησκευτικά του καθήκοντα.






Το Βάρος της Βασιλείας

  ...Η μεγαλύτερη προσοχή, επομένως, πρέπει να δοθεί τόσο για τα πράγματα όσο και για τον εαυτό του· και ολόκληρη η ζωή του, μέχρι τις ελαχιστότατες λεπτομέρειες της, πρέπει να ρυθμιστεί τόσο ώστε καμία πράξη του, εθελοντική ή ακούσια, να μη μπορέσει να αποσυντονίσει ή να διαταράξει την καθιερωμένη τάξη της φύσης.
  “Even to this day the princes descended of this family, more particularly those who sit on the throne, are looked upon as persons most holy in themselves, and as Popes by birth. And, in order to preserve these advantageous notions in the minds of their subjects, they are obliged to take an uncommon care of their sacred persons, and to do such things, which, examined according to the customs of other nations, would be thought ridiculous and impertinent. It will not be improper to give a few instances of it. He thinks that it would be very prejudicial to his dignity and holiness to touch the ground with his feet; for this reason, when he intends to go anywhere, he must be carried thither on men’s shoulders. Much less will they suffer that he should expose his sacred person to the open air, and the sun is not thought worthy to shine on his head. There is such a holiness ascribed to all the parts of his body that he dares to cut off neither his hair, nor his beard, nor his nails. .... .... Στην αρχαιότητα, ήταν υποχρεωμένος να κάθεται στο θρόνο για μερικές ώρες κάθε πρωί, με το αυτοκρατορικό στέμμα στο κεφάλι του, αλλά να κάθεται ολόκληρος σαν ένα άγαλμα, δίχως να κινεί τα χέρια ή τα πόδια, το κεφάλι ή τα μάτια, ούτε μάλιστα οποιοδήποτε μέρος του σώματός του, επειδή, με αυτό τον τρόπο, θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να διατηρήσει την ειρήνη και την ηρεμία στην αυτοκρατορία του· γιατί εάν, δυστυχώς, γύριζε προς τη μία πλευρά ή την άλλη, ή εάν κοίταζε αρκετά προς οποιοδήποτε μέρος των κυριαρχιών του, αυτό εκλαμβανόταν ως ο επικείμενος κίνδυνος πόλεμος, λιμός, φωτιά ή κάποια άλλη μεγάλη δυστυχία να ερημώσει τη χώρα.»
  Οι βεβαρημένοι κανόνες συμπεριφοράς που συνδέονταν με το βασιλικό ή ιερατικό αξίωμα παρήγαγαν το φυσικό τους αποτέλεσμα. Είτε οι άντρες αρνιόντουσαν να δεχτούν το αξίωμα, το οποίο ως εκ τούτου τείνει να πέφτει σε προσωρινή αδράνεια· ή με το να το αποδεχθούν, υποβιβάζονταν κάτω από το βάρος του σε άτολμα πλάσματα, απομονωμένους ερημίτες, από τα άτονα δάχτυλά των οποίων τα ηνία της διακυβέρνησης γλιστρούσαν στα πιο σθεναρά χέρια ανδρών που ήταν συχνά ικανοποιημένοι από το να ασκήσουν την ουσία της κυριαρχίας χωρίς το όνομά της. Σε κάποιες χώρες αυτή η ρήξη στην ανώτατη εξουσία βαθαίνει καταλήγοντας σε έναν συνολικό και μόνιμο διαχωρισμό των πνευματικών και κοσμικών δυνάμεων, με τον παλιό βασιλικό οίκο να διατηρεί τις καθαρά θρησκευτικές λειτουργίες του, ενώ η πολιτική διακυβέρνηση πέρασε στα χέρια μιας νεότερης και πιο ρωμαλέας γενιάς.







  As the savage commonly explains the processes of inanimate nature by supposing that they are produced by living beings working in or behind the phenomena, so he explains the phenomena of life itself. Εάν ένα ζώο ζει και κινείται, μπορεί να είναι μόνο, σκέφτεται, γιατί υπάρχει ένα μικρό ζώο μέσα του που το κινεί: εάν ένας άνθρωπος ζει και κινείται, μπορεί να είναι μόνο επειδή έχει έναν μικρό άνθρωπο ή ζώο μέσα του που τον κινεί. Το ζώο μέσα στο ζώο, ο άνθρωπος μέσα στον άνθρωπο, είναι η ψυχή. Και καθώς η δραστηριότητα ενός ζώου ή ανθρώπου εξηγείται από την παρουσία της ψυχής, έτσι η ανάπαυση του ύπνου ή του θανάτου εξηγείται από την απουσία της· ο ύπνος ή η έκσταση είναι η προσωρινή, ο θάνατος είναι η μόνιμη απουσία της ψυχής.
  The Esquimaux believe that “the soul exhibits the same shape as the body it belongs to, but is of a more subtle and ethereal nature.”
  Τόσο πιστή είναι η αναλογία του ανθρώπινου ομοιώματος με τον άνθρωπο, με άλλα λόγια, της ψυχής με το σώμα, που, όπως υπάρχουν χονδρά σώματα και λεπτά σώματα, έτσι υπάρχουν χονδρές ψυχές και λεπτές ψυχές· όπως υπάρχουν βαριά σώματα και ελαφριά σώματα, ψηλά σώματα και κοντά σώματα, έτσι υπάρχουν βαριές ψυχές και ελαφριές ψυχές, ψηλές ψυχές και κοντές ψυχές. The people of Nias think that every man, before he is born, is asked how long or how heavy a soul he would like, and a soul of the desired weight or length is measured out to him. The heaviest soul ever given out weighs about ten grammes. The length of a man’s life is proportioned to the length of his soul; children who die young had short souls.
  The soul of a sleeper is supposed to wander away from his body and actually to visit the places, to see the persons, and to perform the acts of which he dreams. Now the absence of the soul in sleep has its dangers, for if from any cause the soul should be permanently detained away from the body, the person thus deprived of the vital principle must die.
  Είναι ένας κοινός κανόνας στους πρωτόγονους ανθρώπους να μην ξυπνούν κάποιον που κοιμάται, επειδή η ψυχή του είναι μακριά και μπορεί να μην έχει χρόνο να επιστρέψει· οπότε αν ο άνθρωπος ξυπνούσε χωρίς την ψυχή του, θα αρρώσταινε. Εάν είναι απολύτως απαραίτητο να ξυπνήσουν κάποιον που κοιμάται, πρέπει να το κάνουν πολύ σταδιακά, για να δοθεί στην ψυχή ο χρόνος να επιστρέψει.
  Στη Βομβάη θεωρείται ισοδύναμο με φόνο να αλλάξουν την όψη ενός κοιμώμενου, όπως ζωγραφίζοντας το πρόσωπό του σε φανταστικά χρώματα ή βάζοντας μουστάκια σε μια κοιμισμένη γυναίκα. Γιατί όταν η ψυχή επιστρέψει, δε θα γνωρίζει το σώμα της και το άτομο θα πεθάνει.







  1. Ταμπού για τη Σεξουαλική Επαφή με Ξένους.
  2. Ταμπού για το Φαγητό και το Ποτό.
  3. Ταμπού για την Φανέρωση του Προσώπου.
  4. Ταμπού για την Αναχώρηση από το Σπίτι.
  5. Ταμπού για τα Υπολείμματα Φαγητού.
  1. Αρχηγοί και Βασιλιάδες ταμπού.
  2. Πενθούντες ταμπού.
  3. Γυναίκες ταμπού στην Εμμηνόρροια και τον Τοκετό.
  4. Πολεμιστές ταμπού.
  5. Δολοφόνοι ταμπού.
  6. Κυνηγοί και Ψαράδες ταμπού.
  1. Σίδερο ταμπού.
  2. Αιχμηρά Όπλα ταμπού.
  3. Το Αίμα ταμπού.
  4. Το Κεφάλι ταμπού.
  5. Μαλλιά και Νύχια ταμπού.
  6. Το Σάλιο ταμπού.
  7. Φαγητά ταμπού.
  8. Κόμποι και Δαχτυλίδια ταμπού.
 
  1. Τα Προσωπικά Ονόματα ταμπού.
  2. Τα Ονόματα των Σχέσεων ταμπού.
  3. Τα Ονόματα των Νεκρών ταμπού.
  4. Τα Ονόματα των Βασιλέων και άλλων Ιερών Προσώπων ταμπού.
  5. Τα Ονόματα των Θεών ταμπού.







  Σε ένα πρώιμο στάδιο της πνευματικής του ανάπτυξης ο άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του αθάνατο, και φαντάζεται ότι αν δεν ήταν λόγω των μοχθηρών τεχνών των μάγων, οι οποίες κόβουν πρόωρα το ζωτικό νήμα, θα ζούσε για πάντα. Η ψευδαίσθηση, τόσο κολακευτική για τις ανθρώπινες επιθυμίες και ελπίδες, εξακολουθεί να υφίσταται σήμερα σε πολλές άγριες φυλές της εποχής μας, και μπορεί να υποτεθεί ότι επικρατούσε παγκοσμίως στην Εποχή της Μαγείας που φαίνεται να προηγήθηκε παντού της Εποχής της Θρησκείας. Με την πάροδο του χρόνου όμως, η θλιβερή αλήθεια της ανθρώπινης θνητότητας έγινε συνειδητή από τον πρωτόγονο φιλόσοφό μας, επιδεικνύοντας μια δύναμη μπροστά στην οποία δεν μπορούσε να αντισταθεί καμία προκατάληψη και να καλυφθεί καμιά σοφιστεία. Μεταξύ των πολλαπλών επιρροών που συνδυάστηκαν για να αποσπάσουν από αυτόν μια απρόθυμη συγκατάθεση για την αναγκαιότητα του θανάτου πρέπει να συμπεριληφθεί η αυξανόμενη επιρροή της θρησκείας, η οποία εκθέτοντας τη ματαιότητα της μαγείας και όλων των υπερβολικών αξιώσεων που χτίστηκαν πάνω της, χαμήλωσε σταδιακά την υπερήφανη και προκλητική στάση του ανθρώπου προς τη φύση, και τον έμαθε να πιστεύει ότι υπάρχουν μυστήρια τα οποία η αδύναμη διάνοια του δεν μπορεί ποτέ να συλλάβει, και δυνάμεις που τα αδύναμα χέρια του δεν μπορούν ποτέ να ελέγξουν.
  Ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δημιούργησε θεούς καθ’ ομοίωσή του και όντας ο ίδιος θνητός φυσικά θεώρησε τα δημιουργήματά του να έχουν την ίδια θλιβερή προοπτική.
Thus the Greenlanders believed that a wind could kill their most powerful god, and that he would certainly die if he touched a dog. When they heard of the Christian God, they kept asking if he never died, and being informed that he did not, they were much surprised, and said that he must be a very great god indeed. In answer to the enquiries of Colonel Dodge, a North American Indian stated that the world was made by the Great Spirit. Being asked which Great Spirit he meant, the good one or the bad one, “Oh, neither of them,” replied he, “the Great Spirit that made the world is dead long ago. He could not possibly have lived as long as this.”
  The grave of Zeus, the great god of Greece, was shown to visitors in Crete as late as about the beginning of our era. The body of Dionysus was buried at Delphi beside the golden statue of Apollo, and his tomb bore the inscription, “Here lies Dionysus dead, the son of Semele.”.
  Οι μεγάλοι θεοί της Αιγύπτου δεν εξαιρέθηκαν από την κοινή μοίρα. Και εκείνοι επίσης γερνούσαν και πέθαιναν.
  If the high gods, who dwell remote from the fret and fever of this earthly life, are yet believed to die at last, it is not to be expected that a god who lodges in a frail tabernacle of flesh should escape the same fate, though we hear of African kings who have imagined themselves immortal by virtue of their sorceries.
  Καμία φροντίδα και προφύλαξη, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν θα εμποδίσει τον άνθρωπο-θεό να γεράσει και να εξασθενίσει και τελικά να πεθάνει. Οι πιστοί του πρέπει να λογαριάσουν αυτήν τη θλιβερή αναγκαιότητα και να την αντιμετωπίσουν όσο καλύτερα μπορούν. Ο κίνδυνος είναι τρομερός· γιατί εάν η πορεία της φύσης εξαρτάται από τη ζωή του ανθρώπου-θεού, ποιες καταστροφές μπορεί να μην αναμένονται από τη βαθμιαία αποδυνάμωση των δυνάμεών του και την τελική εξαφάνισή τους με τον θάνατο; Υπάρχει μόνο ένας τρόπος αποφυγής αυτών των κινδύνων. Ο άνθρωπος-θεός πρέπει να σκοτωθεί μόλις δείξει συμπτώματα ότι οι δυνάμεις του αρχίζουν να φθίνουν, και η ψυχή του πρέπει να μεταφερθεί σε έναν ρωμαλέο διάδοχο προτού να υποστεί σοβαρή ζημιά από τον μαρασμό που την απειλεί.
  Μερικοί από τους λόγους που προτιμούν έναν βίαιο θάνατο από τον αργό θάνατο λόγω γηρατειών ή ασθενειών είναι προφανείς και εξίσου εφαρμόσιμοι τόσο για τους κοινούς ανθρώπους όσο και για τον άνθρωπο-θεό. Έτσι, οι κάτοικοι της Μανγκάια πιστεύουν ότι «τα πνεύματα εκείνων που πεθαίνουν με φυσικό θάνατο είναι υπερβολικά εξασθενημένα και ευπαθή, καθώς τα σώματά τους ήταν υπό διάλυση· αντιθέτως τα πνεύματα εκείνων που σφάζονται στη μάχη είναι ισχυρά και ρωμαλέα, καθώς το σώμα τους δεν έχει υποβαθμιστεί από ασθένειες». Οι Μπαρόνγκο πιστεύουν ότι στον κόσμο πέρα από τον τάφο τα πνεύματα των νεκρών προγόνων τους εμφανίζονται με την ακριβή μορφή και το περίγραμμα που τα σώματά τους είχαν τη στιγμή του θανάτου· το πνεύμα τους είναι νέο ή γερασμένο, σύμφωνα με το αν τα σώματά τους ήταν νέα ή γερασμένα όταν πέθαναν· υπάρχουν ακόμα μωρά πνεύματα που μπουσουλούν.
  Έτσι, ομοίως, οι φυλές Νάγκα του Μανιπούρ υποστηρίζουν ότι το φάντασμα ενός νεκρού είναι μια ακριβής εικόνα του νεκρού, όπως ήταν τη στιγμή του θανάτου, με τις ουλές του, τα σημάδια τατουάζ, τους ακρωτηριασμούς και όλα τα υπόλοιπα. Οι Μπαγκάντα πιστεύουν ότι το φάντασμα των ανδρών που ακρωτηριάστηκαν στη ζωή ακρωτηριάζεται με τον ίδιο τρόπο μετά το θάνατο· έτσι για να αποφευχθεί αυτή η ντροπή θα προτιμήσουν να πεθάνουν με όλα τα άκρα τους παρά να χάσουν ένα με ακρωτηριασμό και να ζήσουν. Ως εκ τούτου, οι άνδρες προτιμούν μερικές φορές να αυτοκτονήσουν ή να σκοτωθούν πριν το σώμα τους εξασθενήσει, ώστε στη μέλλουσα ζωή οι ψυχές τους να ξεκινήσουν δροσερές και ακμαίες όπως έφυγαν από τα σώματά τους, αντί για σαθρές και φθαρμένες από την ηλικία και την ασθένεια.

  Similarly among the Chukchees of the same region, when a man’s strength fails and he is tired of life, he requests his son or other near relation to dispatch him, indicating the manner of death he prefers to die. So, on a day appointed, his friends and neighbours assemble, and in their presence he is stabbed, strangled, or otherwise disposed of according to his directions. The turbulent Angamis are the most warlike and bloodthirsty of the wild head-hunting tribes in the valley of Brahmapootra. Among them, when a warrior dies a natural death, his nearest male relative takes a spear and wounds the corpse by a blow on the head, in order that the man may be received with honor in the other world as one who has died in battle.
  Οι μυστικιστικοί βασιλιάδες της Φωτιάς και του Νερού στην Καμπότζη δεν επιτρέπεται να πεθάνουν με φυσικό θάνατο. Ως εκ τούτου, όταν ένας από αυτούς είναι σοβαρά άρρωστος και οι πρεσβύτεροι πιστεύουν ότι δεν μπορεί να αναρρώσει, τον μαχαιρώνουν μέχρι θανάτου. Οι κάτοικοι του Κονγκό πίστευαν, όπως είδαμε, ότι αν ο ποντίφικάς τους, ο Chitomé, πέθαινε με φυσικό θάνατο, ο κόσμος θα χανόταν, και η γη, την οποία μόνος του στήριζε με τη δύναμη και την αξία του, θα αφανιζόταν αμέσως. Κατά συνέπεια, όταν αρρώσταινε και φαινόταν πιθανό να πεθάνει, ο άνδρας που προοριζόταν να είναι ο διάδοχός του έμπαινε στο σπίτι του ποντίφικα με ένα σχοινί ή ένα ρόπαλο και τον στραγγάλιζε ή τον χτυπούσε μέχρι θανάτου.


  Thus we are told that in Fazoql, a district in the valley of the Blue Nile, to the west of Abyssinia, it was customary, as late as the middle of the nineteenth century, to hang a king who was no longer beloved. His relatives and ministers assembled round him, and announced that as he no longer pleased the men, the women, the asses, the oxen, and the fowls of the country, it was better he should die. Once on a time, when a king was unwilling to take the hint, his own wife and mother urged him so strongly not to disgrace himself by disregarding the custom, that he submitted to his fate and was strung up in the usual way. In some tribes of Fazoql the king had to administer justice daily under a certain tree. If from sickness or any other cause he was unable to discharge this duty for three whole days, he was hanged on the tree in a noose, which contained two razors so arranged that when the noose was drawn tight by the weight of the king’s body they cut his throat.


  Για να αποφευχθούν αυτές οι καταστροφές, συνήθιζε να είναι το συνηθισμένο έθιμο των Shilluk να θανατώνουν τον βασιλιά όποτε έδειχνε σημάδια κακής υγείας ή αδυναμίας. Ένα από τα μοιραία συμπτώματα της εξασθένησής του θεωρείτο η αδυναμία να ικανοποιήσει τα σεξουαλικά πάθη των συζύγων του, από τις οποίες διέθετε πάμπολλες, διασκορπισμένες σε έναν μεγάλο αριθμό σπιτιών στη Φασόντα. When this ominous weakness manifested itself, the wives reported it to the chiefs, who are popularly said to have intimated to the king his doom by spreading a white cloth over his face and knees as he lay slumbering in the heat of the sultry afternoon. Η εκτέλεση σύντομα ακολουθούσε την καταδίκη σε θάνατο. Μια καλύβα κτιζόταν ειδικά για την περίσταση: οδηγούσαν τον βασιλιά σε αυτήν και εκείνος ξάπλωνε με το κεφάλι του ακουμπισμένο στην αγκαλιά μιας παρθένας σε ηλικία γάμου: στη συνέχεια η πόρτα της καλύβας κτιζόταν· και το ζευγάρι έμενε χωρίς φαγητό, νερό ή φωτιά για να πεθάνει από πείνα και ασφυξία. Αυτό ήταν το παλιό έθιμο, αλλά καταργήθηκε πριν από περίπου πέντε γενιές λόγω των υπερβολικών δεινών ενός από τους βασιλιάδες που χάθηκαν με αυτόν τον τρόπο. Επέζησε μερικές μέρες παραπάνω από τη σύντροφό του, και στο διάστημα αυτό ήταν τόσο καταπονημένος από τη δυσωδία του σώματός της το οποίο σάπιζε που φώναζε στους ανθρώπους, τους οποίους μπορούσε να ακούσει να κινούνται απέξω, ποτέ ξανά να μην αφήσουν έναν βασιλιά να πεθάνει με αυτήν την παρατεταμένη και ακραία αγωνία. Μετά από λίγο οι κραυγές έσβησαν στη σιωπή· ο θάνατος τον είχε απελευθερώσει από τα δεινά του· αλλά από τότε οι Shilluk έχουν υιοθετήσει έναν πιο γρήγορο και πιο ελεήμονα τρόπο εκτέλεσης των βασιλιάδων τους.


  Φαίνεται ότι ήταν ένα έθιμο των Ζουλού να θανατώνουν τον βασιλιά μόλις άρχισε να έχει ρυτίδες ή γκρίζες τρίχες.


  The custom of putting kings to death as soon as they suffered from any personal defect prevailed two centuries ago in the Caffre kingdom of Sofala. We have seen that these kings of Sofala were regarded as gods by their people, being entreated to give rain or sunshine, according as each might be wanted. Παρ’ όλα αυτά, ένα ελαφρύ σωματικό ελάττωμα, όπως η απώλεια ενός δοντιού, θεωρείτο επαρκής αιτία για τη θανάτωση ενός από αυτούς τους ανθρώπους-θεούς, as we learn from the following passage of an old Portuguese historian: “It was formerly the custom of the kings of this land to commit suicide by taking poison when any disaster or natural physical defect fell upon them, such as impotence, infectious disease, the loss of their front teeth, by which they were disfigured, or any other deformity or affliction. To put an end to such defects they killed themselves, saying that the king should be free from any blemish, and if not, it was better for his honour that he should die and seek another life where he would be made whole, for there everything was perfect. But the Quiteve (king) who reigned when I was in those parts would not imitate his predecessors in this, being discreet and dreaded as he was; for having lost a front tooth he caused it to be proclaimed throughout the kingdom that all should be aware that he had lost a tooth and should recognise him when they saw him without it, and if his predecessors killed themselves for such things they were very foolish, and he would not do so; on the contrary, he would be very sorry when the time came for him to die a natural death, for his life was very necessary to preserve his kingdom and defend it from his enemies; and he recommended his successors to follow his example.”


  Μερικοί λαοί, ωστόσο, φαίνεται να θεώρησαν ότι δεν ήταν ασφαλές να περιμένουν ακόμη και το παραμικρό σύμπτωμα φθοράς και προτιμούσαν να σκοτώσουν τον βασιλιά ενώ βρισκόταν ακόμα σε πλήρη ακμή. Κατά συνέπεια, είχαν καθορίσει ένα όριο πέραν του οποίου να μη μπορεί να βασιλέψει, και στο τέλος του οποίου να πρέπει να πεθάνει, με το χρονικό περιθώριο καθορισμένο αρκετά σύντομα για να αποκλείσει την πιθανότητα φυσικού εκφυλισμού του στο μεσοδιάστημα. In some parts of Southern India the period fixed was twelve years.
  ...When the twelve years are completed, on the day of this feast there assemble together innumerable people, and much money is spent in giving food to Bramans. The king has a wooden scaffolding made, spread over with silken hangings: and on that day he goes to bathe at a tank with great ceremonies and sound of music, after that he comes to the idol and prays to it, and ανεβαίνει στο ικρίωμα, και εκεί μπροστά σε όλους τους ανθρώπους παίρνει μερικά πολύ κοφτερά μαχαίρια, και αρχίζει να κόβει τη μύτη του, και στη συνέχεια τα αυτιά του, και τα χείλη του, και όλα τα μέλη του, και όσο πιο πολύ σάρκα μπορεί από τον εαυτό του· και το πετάει μακριά πολύ βιαστικά μέχρι ότου να χυθεί τόσο πολύ από το αίμα του που να αρχίσει να χάνει τις αισθήσεις του, και τότε κόβει μονάχος του τον λαιμό του. And he performs this sacrifice to the idol, and whoever desires to reign another twelve years and undertake this martyrdom for love of the idol, has to be present looking on at this: and from that place they raise him up as king.”







  The general explanation which we have been led to adopt of these and many similar ceremonies is that they are, or were in their origin, magical rites intended to ensure the revival of nature in spring. The means by which they were supposed to effect this end were imitation and sympathy. Παρασυρμένος από την άγνοιά του για τις αληθινές αιτίες των πραγμάτων, ο πρωτόγονος άνθρωπος πίστευε ότι για να παράγει τα μεγάλα φαινόμενα της φύσης από τα οποία εξαρτάται η ζωή του, έπρεπε μόνο να τα μιμηθεί, και τότε άμεσα από μια μυστική συμπάθεια ή μυστικιστική επιρροή, η μικρή αναπαράσταση την οποία τελούσε στο ξέφωτο του δάσους ή την κοιλάδα του βουνού, στην πεδιάδα της ερήμου ή την ανεμοδαρμένη ακτή, θα συνεχιζόταν και θα επαναλαμβανόταν από ισχυρότερους ηθοποιούς σε μια πιο τεράστια σκηνή. He fancied that by masquerading in leaves and flowers he helped the bare earth to clothe herself with verdure, and that by playing the death and burial of winter he drove that gloomy season away, and made smooth the path for the footsteps of returning spring.
  We may smile at his vain endeavours if we please, but ήταν μόνο κάνοντας μια μακρά σειρά πειραμάτων, από τα οποία μερικά ήταν σχεδόν αναπόφευκτα καταδικασμένα σε αποτυχία, που ο άνθρωπος έμαθε εμπειρικά τη ματαιότητα κάποιων από τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε και την αναποτελεσματικότητα άλλων. Άλλωστε, οι μαγικές τελετές δεν είναι τίποτα άλλο παρά πειράματα που απέτυχαν και τα οποία συνεχίζουν να επαναλαμβάνονται απλώς και μόνο επειδή, για λόγους που έχουν ήδη αναφερθεί, εκείνος που τα επιτελεί αγνοεί την αποτυχία τους. Με την πρόοδο της γνώσης αυτές οι τελετές είτε παύουν εντελώς να εκτελούνται είτε διατηρούνται από τη δύναμη της συνήθειας πολύ καιρό αφότου ο στόχος για τον οποίο θεσπίστηκαν έχει λησμονηθεί. Έτσι, έκπτωτες από το υψηλή κοινωνική θέση τους, και μη θεωρούμενες πλέον επίσημες τελετές από την ακριβή αναπαράσταση των οποίων εξαρτάται η ευημερία κι ακόμη και η ζωή της κοινότητας, βυθίζονται σταδιακά στο επίπεδο των απλών θεαμάτων, μασκαράτες και διασκεδάσεις για να περνά η ώρα, ώσπου στο τελικό στάδιο του εκφυλισμού τους εγκαταλείπονται εξ’ ολοκλήρου από τους ηλικιωμένους, και, από εκεί που κάποτε ήταν η πιο σοβαρή απασχόληση των σοφών, γίνονται τελικά το παιχνίδι αργόσχολων παιδιών. It is in this final stage of decay that most of the old magical rites of our European forefathers linger on at the present day, and even from this their last retreat they are fast being swept away by the rising tide of those multitudinous forces, moral, intellectual, and social, which are bearing mankind onward to a new and unknown goal. We may feel some natural regret at the disappearance of quaint customs and picturesque ceremonies, which have preserved to an age often deemed dull and prosaic something of the flavour and freshness of the olden time, some breath of the springtime of the world; yet our regret will be lessened when we remember that these pretty pageants, these now innocent diversions, had their origin in ignorance and superstition; that if they are a record of human endeavour, they are also a monument of fruitless ingenuity, of wasted labour, and of blighted hopes; and that παρ’ όλες τις κεφάτες διακοσμήσεις τους —τα λουλούδια τους, τις κορδέλες τους, και τη μουσική τους— είναι τμήμα [τα έθιμα] πολύ περισσότερο μιας τραγωδίας παρά μιας φάρσας.


  Nowhere apparently are the alternations of the seasons more sudden and the contrasts between them more striking than in the deserts of Central Australia, where at the end of a long period of drought the sandy and stony wilderness, over which the silence and desolation of death appear to brood, is suddenly, after a few days of torrential rain, transformed into a landscape smiling with verdure and peopled with teeming multitudes of insects and lizards, of frogs and birds. The marvellous change which passes over the face of nature at such times has been compared even by European observers to the effect of magic; no wonder, then, that the savage should regard it as such in very deed.


  And as the faith of the Australian savage in the efficacy of his magic rites is confirmed by observing that their performance is invariably followed, sooner or later, by that increase of vegetable and animal life which it is their object to produce, so, we may suppose, it was with European savages in the olden time. Το θέαμα του φρέσκου πράσινου στο εξαντλημένο έδαφος και τα αλσύλλια, των εαρινών λουλουδιών που ανεμίζουν στις χορταριασμένες όχθες, των χελιδονιών που φθάνουν από το νότο, και του ήλιου που ανεβαίνει καθημερινά ψηλότερα στον ουρανό, ήταν από εκείνους καλοδεχούμενα ως τόσα πολλά ορατά σημάδια πως τα μάγια τους πράγματι ίσχυαν, και θα τους ενέπνεαν μια ευχάριστη αυτοπεποίθηση ότι όλα ήταν καλά σε έναν κόσμο που θα μπορούσαν έτσι να μορφοποιήσουν ώστε να ταιριάζει με τις επιθυμίες τους. Only in autumn days, as summer slowly faded, would their confidence again be dashed by doubts and misgivings at symptoms of decay, which told how vain were all their efforts to stave off for ever the approach of winter and of death.







  ...Έτσι, η αρχαία λατρεία της θεάς της γονιμότητας συνεχίζεται με διαφορετικό όνομα. Ακόμα και το όνομα της παλιάς θεάς (Αφροδίτη) διατηρείται σε ορισμένα σημεία του νησιού· γιατί σε περισσότερα από ένα παρεκκλήσια οι Κύπριοι αγρότες λατρεύουν τη μητέρα του Χριστού με τον τίτλο της Παναγίας Αφροδίτισσας.


  Στην Κύπρο φαίνεται ότι πριν από το γάμο όλες οι γυναίκες ήταν άλλοτε υποχρεωμένες βάσει εθίμου να εκπορνεύονται σε αγνώστους στο ιερό της θεάς, είτε είχε το όνομα τής Αφροδίτης, της Αστάρτης, είτε άλλο. Παρόμοια έθιμα επικράτησαν σε πολλά μέρη της Δυτικής Ασίας. Ανεξάρτητα από το κίνητρό της, η πρακτική αυτή θεωρήθηκε σαφώς, όχι ως όργιο λαγνείας, αλλά ως επίσημο θρησκευτικό καθήκον που επιτελούταν στην υπηρεσία εκείνης της μεγάλης Μητέρας Θεάς της Δυτικής Ασίας, της οποίας το όνομα διέφερε, ενώ το τυπικό παρέμεινε σταθερό, από τόπο σε τόπο. Έτσι στη Βαβυλώνα κάθε γυναίκα, είτε πλούσια είτε φτωχή, έπρεπε μια φορά στη ζωή της να υποταχθεί στις περιπτύξεις ενός αγνώστου στο ναό της Μύλιττας, δηλαδή της Ιστάρ ή της Αστάρτης, και να αφιερώσει στη θεά τα έσοδα που κέρδισε από αυτή την καθαγιασμένη πορνεία. Ο ιερός περίβολος ήταν γεμάτος με γυναίκες που περίμεναν να τηρήσουν το έθιμο. Μερικές από αυτές έπρεπε να περιμένουν εκεί για χρόνια. Στην Ηλιούπολη ή στο Μπαάλμπεκ της Συρίας, διάσημη για το επιβλητικό μεγαλείο των ερειπωμένων ναών της, το έθιμο της χώρας απαιτούσε από κάθε παρθένα να εκπορνευθεί σε ένα άγνωστο στο ναό της Αστάρτης, και οι εποπτεύουσες καθώς και οι υπηρέτριες αποδείκνυαν την αφοσίωσή τους στη θεά με τον ίδιο τρόπο. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κατήργησε το έθιμο, κατέστρεψε το ναό, και έκτισε μια εκκλησία στη θέση του. Στους Φοινικικούς ναούς, οι γυναίκες εκδίδονταν επί πληρωμή στην υπηρεσία της θρησκείας, πιστεύοντας ότι με αυτή τη συμπεριφορά κατεύναζαν τη θεά και κέρδιζαν την εύνοιά της. «Ήταν ένας νόμος των Αμοριτών, ότι εκείνη που επρόκειτο να παντρευτεί έπρεπε να εκδίδεται για επτά ημέρες δίπλα στην πύλη.» Στη Βύβλο οι άνθρωποι ξύριζαν το κεφάλι τους στο ετήσιο πένθος για τον Άδωνη. Οι γυναίκες που αρνούνταν να θυσιάσουν την κόμη τους έπρεπε να δοθούν σε αγνώστους μια συγκεκριμένη ημέρα του φεστιβάλ, και τα χρήματα που κέρδιζαν με αυτό τον τρόπο προσφέρονταν στη θεά. Αυτό το έθιμο μπορεί να ήταν μετριασμός ενός παλαιότερου κανόνα ο οποίος στη Βύβλο όπως και αλλού ανάγκαζε κάθε γυναίκα χωρίς εξαίρεση να θυσιάσει την αγνότητά της στην υπηρεσία της θρησκείας.


  A Greek inscription found at Tralles in Lydia proves that the practice of religious prostitution survived in that country as late as the second century of our era.


  In Armenia the noblest families dedicated their daughters to the service of the goddess Anaitis in her temple of Acilisena, where the damsels acted as prostitutes for a long time before they were given in marriage. Nobody scrupled to take one of these girls to wife when her period of service was over.


  Αλλά με την πάροδο του χρόνου, καθώς ο θεσμός του ατομικού γάμου έγινε δημοφιλής, και ο παλιός κομμουνισμός έπεσε ολοένα και περισσότερο σε ανυποληψία, η αναβίωση της αρχαίας πρακτικής, ακόμη και για μια μόνο περίπτωση στη ζωή μιας γυναίκας έγινε ακόμη πιο απεχθής στην ηθική των ανθρώπων, και κατά συνέπεια κατέφυγαν σε διάφορα υποκατάστατα για την αποφυγή πρακτικά της υποχρέωσης που εξακολουθούσαν θεωρητικά να αναγνωρίζουν. Μία από αυτές τις υπεκφυγές ήταν να αφήνουν τη γυναίκα να προσφέρει τα μαλλιά της αντί για το άτομό της· μία άλλη προφανώς ήταν να αντικαταστήσει την άσεμνη πράξη με ένα άσεμνο σύμβολο. Όμως, ενώ οι γυναίκες στην πλειοψηφία τους κατάφεραν έτσι αριστοτεχνικά να διατηρήσουν τους τύπους της θρησκείας χωρίς να θυσιάζουν την αρετή τους, θεωρείτο ακόμη απαραίτητο για τη γενική ευημερία πως ένας κάποιος αριθμός από αυτές έπρεπε να εκπληρώνει την παλιά υποχρέωση με τον παλιό τρόπο. Εκείνες έγιναν πόρνες για όλη τους τη ζωή ή για μια χρονική περίοδο κάποιων ετών σε έναν από τους ναούς: αφιερωμένοι στην υπηρεσία της θρησκείας, επενδύθηκαν με ιερό χαρακτήρα, και το λειτούργημά τους, μακριά από το να θεωρηθεί κακόφημο, θεωρήθηκε πιθανά για καιρό από το λαό ως άσκηση πάνω από την κοινή αρετή, και εισέπραττε εγκωμιαστικά τον θαυμασμό, ανάμεικτο με το σεβαστό και τη συμπόνια, όχι σε αντίθεση με αυτό που σε ορισμένα μέρη του κόσμου εξακολουθεί να αναγνωρίζεται σε γυναίκες που επιδιώκουν να τιμήσουν τον Δημιουργό τους με διαφορετικό τρόπο, αποκηρύσσοντας τις φυσικές λειτουργίες του φύλου τους και τις τρυφερότερες σχέσεις της ανθρωπότητας. Είναι λοιπόν έτσι που η ανοησία της ανθρωπότητας βρίσκει διέξοδο σε αντίθετα άκρα, όμοια επιβλαβή και αξιολύπητα.
  Still more instructive for our present purpose are the West African customs. .... Properly speaking their libertinage should be confined to the male worshippers at the temple of the god, but practically it is indiscriminate. Τα παιδιά που γεννιούνται από τέτοιες ενώσεις ανήκουν στον θεό. These women are not allowed to marry since they are deemed the wives of a god.


  ...For our purpose it is important to note that a close connexion is apparently supposed to exist between the fertility of the soil and the marriage of these woman to the serpent. For the time when new bribes are sought for the reptile-god is the season where the millet is beginning to sprout. Then the old priestesses, armed with clubs, run frantically through the streets shrieking like mad women and carrying off to be brides of the serpent any little girls between the ages of eight and twelve whom they may find outside of their houses. Pious people at such times will sometimes leave their daughters at their doors on purpose that they may have the honor of being dedicated to the god.
  If in antiquity as at the present time Semitic women often repaired to shrines in order to have the reproach of barrenness removed from them ˗ and the prayer of Hannah is a familiar example of the practice, we could understand not only the tradition of the sons of God who begat children on the daughters of men, but also the exceedingly common occurrence of the divine titles in Hebrew names of human beings. Στην πραγματικότητα πλήθος ανδρών και γυναικών, των οποίων οι μητέρες είχαν καταφύγει σε ιερά μέρη για να φέρουν στον κόσμο απογόνους, θα θεωρούνταν ως τα πραγματικά παιδιά του θεού και θα ονομάζονταν ανάλογα. Ως εκ τούτου, η Χάνα ονόμασε το βρέφος της Σαμουήλ, που σημαίνει «όνομα του Θεού» ή «το όνομά του είναι Θεός»· και μάλλον πίστευε ειλικρινά ότι το παιδί συνελήφθη στη μήτρα της από τη θεότητα. The dedication of such children to the service of God at the sanctuary was merely giving back the divine son to the divine father. Similarly in West Africa, when a woman has got a child at the shrine of Agbasia, the god who alone bestows offspring on women, she dedicates him or her as a sacred slave to the deity.







  Όλες αυτές οι τελετές για τον Άδωνη, αν έχω δίκιο, σκόπευαν αρχικά, ως γητειές, να προωθήσουν το μεγάλωμα ή την αναζωογόνηση της βλάστησης· και η αρχή σύμφωνα με την οποία θεωρούνταν πως παράγουν αυτό το αποτέλεσμα ήταν η ομοιοπαθητική ή μιμητική μαγεία. Γιατί οι αδαείς άνθρωποι, υποθέτουν ότι μιμούμενοι το αποτέλεσμα που θέλουν να παράγουν, βοηθούν πραγματικά στο να το παράγουν. Έτσι, ψεκάζοντας νερό προκαλούν βροχή, ανάβοντας μια φωτιά προκαλούν ηλιοφάνεια, και ούτω καθεξής. Ομοίως, μιμούμενοι την ανάπτυξη των καλλιεργειών, ελπίζουν να εξασφαλίσουν μια καλή συγκομιδή.


  Παρομοίως, το έθιμο της ρίψης νερού στο τελευταίο καλαμπόκι που κόπηκε στη συγκομιδή, ή στο άτομο που το φέρνει σπίτι (ένα έθιμο που παρατηρείται στη Γερμανία και τη Γαλλία, και μέχρι πρόσφατα στην Αγγλία και τη Σκωτία), εφαρμόζεται σε ορισμένα μέρη με την ομολογημένη πρόθεση να προμηθεύσουν βροχή για τις καλλιέργειες του επόμενου έτους.
Thus in Wallachia and amongst the Roumanians in Transylvania, when a girl is bringing home a crown made of the last ears of corn cut at harvest, all who meet her hasten to throw water on her, and two farm-servants are placed at the door for the purpose; for they believe that if this were not done, the crops next year would perish from drought. At the spring ploughing in Prussia, when the ploughmen and sowers returned in the evening from their work in the fields, the farmer’s wife and the servants used to splash water over them. The ploughmen and sowers retorted by seizing every one, throwing them into the pond, and ducking them under the water. The farmer’s wife might claim exemption on payment of a forfeit, but every one else had to be ducked. By observing this custom they hoped to ensure a due supply of rain for the seed.


  ...Μια διάκριση ανάμεσα σε αυτό το έθιμο της Βεγγάλης και τις Ελληνικές τελετές του Άδωνη είναι ότι στο πρώτο το δέντρο-πνεύμα εμφανίζεται στην πρωταρχική του μορφή, ως δέντρο· ενώ στη λατρεία του Άδωνη εμφανίζεται σε ανθρώπινη μορφή, που αναπαριστάνεται ως ένας νεκρός άνδρας, αν και η «φυτική» του φύση υποδεικνύεται από τους κήπους του Άδωνη, οι οποίοι είναι, ας πούμε, μια δευτερεύουσα εκδήλωση της αρχικής του δύναμης ως δένδρου-πνεύματος.


  In these midsummer customs of Sardinia and Sicily it is possible that, as Mr. R. Wünsch supposes, St. John has replaced Adonis. We have seen that the rites of Tammuz or Adonis were commonly celebrated about midsummer; according to Jerome, their date was June. And besides their date and their similarity in respect of the pots of herbs and corn, there is another point of affinity between the two festivals, the heathen and the Christian. Και στα δύο αυτά, το νερό παίζει σημαντικό ρόλο. Στο Φεστιβάλ του Μεσοκαλόκαιρου στη Βαβυλώνα, η εικόνα του Ταμμούζ, του οποίου το όνομα λέγεται ότι σημαίνει «αληθινός γιος του βαθιού νερού» λούζεται με καθαρό νερό. Στο καλοκαιρινό του φεστιβάλ στην Αλεξάνδρεια, η εικόνα του Άδωνη, μαζί με τη θεϊκή ερωμένη Αφροδίτη, παραδίδεται στα κύματα· και στον εορτασμό του μέσου του καλοκαιριού στην Ελλάδα οι κήποι του Άδωνη ρίχτονταν στη θάλασσα ή σε πηγές. Now a great feature of the midsummer festival associated with the name of Saint John is, or used to be, the custom of bathing in the sea, springs, rivers, or the dew on Midsummer Eve or the morning of Midsummer Day. Thus, for example, at Naples there is a church dedicated to St John the Baptist under the name of St John of the Sea (S Giovan a mare); and it was an old practice for men and women to bathe in the sea on S John’s Eve, that is on Midsummer Eve, believing that thus all their sins were washed away. In the Abruzzi water is still supposed to acquire certain marvelous and beneficent properties on St John’s Night. They say that on that night the sun and moon bathe in the water. Hence many people take a bath in the sea or in the river at the season, especially at the moment of sunrise.
  Ίσως πιθανά να θεωρείται ότι αυτό το ευρέως διαδεδομένο έθιμο του πλυσίματος σε νερό ή δροσιά την παραμονή ή ανήμερα του Μεσοκαλόκαιρου (Εορτή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, κοντά στη θερινή ισημερία) είναι καθαρά χριστιανικής προέλευσης, έχοντας υιοθετηθεί ως ένας κατάλληλος τρόπος για να γιορτάζεται η ημέρα η αφιερωμένη στον Βαπτιστή. Αλλά στην πραγματικότητα το έθιμο είναι παλαιότερο από το Χριστιανισμό, γιατί καταγγέλθηκε και απαγορεύτηκε από τον Αυγουστίνο, και μέχρι σήμερα ασκείται στη θερινή ισημερία από τους μωαμεθανούς στη Βόρεια Αφρική. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Εκκλησία, ανίκανη να εμποδίσει αυτό το κατάλοιπο του παγανισμού, ακολούθησε τη συνήθη συμβιβαστική πολιτική της, παραχωρώντας στην ιεροτελεστία ένα χριστιανικό όνομα και συναινώντας, με έναν αναστεναγμό, στην τήρησή της. Και, αναζητώντας έναν άγιο να αντικαταστήσει έναν ειδωλολατρικό προστάτη του πλυσίματος με νερό, οι χριστιανοί ιθύνοντες δεν θα μπορούσαν να διαλέξουν έναν πιο κατάλληλο διάδοχο από τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή.
  Αν ο Άδωνης ήταν πράγματι, όπως υποστήριξα, το πνεύμα του καλαμποκιού, ένα πιο κατάλληλο όνομα για τον τόπο κατοικίας του δεν θα μπορούσε να βρεθεί από Βηθλεέμ, «ο Οίκος του Άρτου», και ίσως να είχε λατρευτεί εκεί, στον Οίκο του του Άρτου πολλούς αιώνες πριν από τη γέννηση Εκείνου που είπε, «Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής». Even on the hypothesis that Adonis followed rather than preceded Christ at Bethlehem, the choice of his sad figure to divert the allegiance of Christians from their Lord cannot but strike us as eminently appropriate when we remember the similarity of the rites which commemorated the death and resurrection of the two.


  Now Astarte, the divine mistress of Adonis, was identified with the planet Venus, and her changes from a morning to an evening star were carefully noted by the Babylonian astronomers, who drew omens from her alternate appearance and disappearance. Hence we may conjecture that the festival of Adonis was regularly timed to coincide with the appearance of Venus as the Morning or Evening Star.







  ...Η μητέρα του, η Νάνα, ήταν παρθένα, η οποία συνέλαβε βάζοντας ένα ώριμο αμύγδαλο ή ένα ρόδι στο στήθος της. Πράγματι, στη Φρυγική κοσμογονία, ένα αμύγδαλο θεωρείται ως ο πατέρας όλων των πραγμάτων, ίσως επειδή το λεπτεπίλεπτο λιλά άνθος του είναι ένας από τους πρώτους αγγελιοφόρους της άνοιξης, και εμφανίζεται στους γυμνούς κλώνους πριν να ανοίξουν τα φύλλα.


  Η λατρεία της Φρυγικής Μητέρας των Θεών υιοθετήθηκε από τους Ρωμαίους το 204 π.Χ. προς το τέλος του μακρού αγώνα τους με τον Αννίβα. Γιατί τα αποκαρδιωμένα πνεύματά τους είχαν την κατάλληλη στιγμή ενθαρρυνθεί από μια προφητεία, που υποτίθεται πως προερχόταν από αυτόν το βολικό κυκεώνα των ανοησιών, τα Σιβυλλικά Βιβλία, ότι ο ξένος εισβολέας θα απομακρυνόταν από την Ιταλία εάν η μεγάλη θεά της Ανατολής ερχόταν στη Ρώμη. Κατά συνέπεια, πρεσβευτές αποστάλθηκαν στην ιερή πόλη της, τον Πεσσινούς, στη Φρυγία. Εκεί τους εμπιστεύτηκαν τη μικρή μαύρη πέτρα που ενσάρκωνε τη μεγάλη θεότητα, και εκείνοι τη μετέφεραν στη Ρώμη, όπου έγινε δεκτή με μεγάλο σεβασμό και εγκαταστάθηκε στο ναό της Νίκης στον Παλατίνο Λόφο. Ήταν στα μέσα Απριλίου όταν έφτασε η θεά, και έπιασε δουλειά αμέσως. Γιατί η συγκομιδή εκείνη η χρονιά ήταν τέτοια που δεν είχαν δει για πολύ καιρό, και τον αμέσως επόμενο χρόνο ο Αννίβας και οι βετεράνοι του μπάρκαραν για την Αφρική. Καθώς κοίταζε για τελευταία φορά την ακτή της Ιταλίας, που ξεθώριαζε στο βάθος πίσω του, δε θα μπορούσε να μαντέψει ότι η Ευρώπη, η οποία είχε απωθήσει τα όπλα, θα παραδιδόταν ωστόσο στους θεούς της Ανατολής.


  Αυτές οι θηλυκές θεότητες ζητούσαν να λαμβάνουν από τους άντρες ιερείς τους, οι οποίοι προσωποποιούσαν τους θεϊκούς εραστές, τα μέσα για την εκπλήρωση των ευεργετικών τους λειτουργιών: έπρεπε να γονιμοποιηθούν οι ίδιες από τη ζωοδότρα ενέργεια προτού να τη μεταδώσουν στον κόσμο. Θεές που υπηρετούνταν με τέτοιο τρόπο από ευνούχους ιερείς ήταν η μεγάλη Άρτεμις της Εφέσου και η μεγάλη Συριακή Αστάρτη της Ιεράπολης, της οποίας το ιερό κατακλυζόταν από σμήνη προσκυνητών και εμπλουτιζόταν από τις προσφορές της Ασσυρίας και της Βαβυλωνίας, της Αραβίας και της Φοινίκης, και ήταν ίσως στις μέρες της δόξας του το πιο δημοφιλές στην Ανατολή. Τώρα οι άφυλοι ιερείς αυτής της Συριακής θεάς έμοιαζαν με αυτούς της Κυβέλης τόσο πολύ που κάποιοι νόμιζαν πως ήταν οι ίδιοι. Και ο τρόπος με τον οποίο αφιερωνόντουσαν στη θρησκευτική ζωή ήταν παρόμοιος. Το μεγαλύτερο φεστιβάλ της χρονιάς στην Ιεράπολη έπεφτε στις αρχές της άνοιξης, όταν πλήθη συνωστίζονταν στο ιερό από τη Συρία και τις γύρω περιοχές. Ενώ έπαιζαν τα φλάουτα, τα τύμπανα χτυπούσαν, και οι ευνούχοι ιερείς κόβονταν με μαχαίρια, ο θρησκευτικός ενθουσιασμός εξαπλωνόταν σταδιακά σαν κύμα ανάμεσα στο πλήθος των θεατών, και πολλοί έκαναν αυτό που ελάχιστα είχαν σκεφτεί να κάνουν όταν ερχόντουσαν στις διακοπές τους ως θεατές στο φεστιβάλ. Γιατί ο ένας άνδρας μετά τον άλλο, με τις φλέβες του να πάλλονται τη μουσική, τα μάτια του συνεπαρμένα από την όψη του ρέοντος αίματος, πέταγε τα ρούχα του, πηδούσε μπροστά με μια κραυγή, και αρπάζοντας ένα από τα ξίφη που ήταν έτοιμα για αυτό το σκοπό, ευνούχιζε επί τόπου τον εαυτό του. Τότε έτρεχε μέσα στην πόλη, κρατώντας τα ματωμένα κομμάτια στο χέρι του, μέχρι που τα πέταγε σε ένα από τα σπίτια που περνούσε στην τρελή διαδρομή του. Το νοικοκυριό που τιμήθηκε με αυτόν τον τρόπο, έπρεπε να του χορηγήσει μια γυναικεία ενδυμασία και γυναικεία στολίδια, τα οποία φορούσε για το υπόλοιπο της ζωής του. Όταν ο αναβρασμός του συναισθήματος είχε πια καταλαγιάσει, και ο άντρας είχε έρθει ξανά στα λογικά του, η αμετάκλητη θυσία πρέπει συχνά να ακολουθείτο από φλογερή θλίψη και διά βίου μετάνοια.
  Such, then, appears to have been the annual solemnisation of the death and resurrection of Attis in spring. But besides these public rites, his worship is known to have comprised certain secret or mystic ceremonies, which probably aimed at bringing the worshipper, and especially the novice, into closer communication with his god. Our information as to the nature of these mysteries and the date of their celebration is unfortunately very scanty, but they seem to have included a sacramental meal and a baptism of blood. In the sacrament the novice became a partaker of the mysteries by eating out of a drum and drinking out of a cymbal, two instruments of music which figured prominently in the thrilling orchestra of Attis. The fast which accompanied the mourning for the dead god may perhaps have been designed to prepare the body of the communicant for the reception of the blessed sacrament by purging it of all that could defile by contact the sacred elements. In the baptism the devotee, crowned with gold and wreathed with fillets, descended into a pit, the mouth of which was covered with a wooden grating. A bull, adorned with garlands of flowers, its forehead glittering with gold leaf, was then driven on to the grating and there stabbed to death with a consecrated spear. Its hot reeking blood poured in torrents through the apertures, and was received with devout eagerness by the worshipper on every part of his person and garments, till he emerged from the pit, drenched, dripping, and scarlet from head to foot, to receive the homage, nay the adoration, of his fellows as one who had been born again to eternal life and had washed away his sins in the blood of the bull. For some time afterwards the fiction of a new birth was kept up by dieting him on milk like a new-born babe. The regeneration of the worshipper took place at the same time as the regeneration of his god, namely at the vernal equinox.
  At Rome the new birth and the remission of sins by the shedding of bull’s blood appear to have been carried out above all at the sanctuary of the Phrygian goddess on the Vatican Hill, at or near the spot where the great basilica of St. Peter’s now stands; for many inscriptions relating to the rites were found when the church was being enlarged in 1608 or 1609. From the Vatican as a centre this barbarous system of superstition seems to have spread to other parts of the Roman empire. Inscriptions found in Gaul and Germany prove that provincial sanctuaries modelled their ritual on that of the Vatican. From the same source we learn that the testicles as well as the blood of the bull played an important part in the ceremonies. Probably they were regarded as a powerful charm to promote fertility and hasten the new birth.







  The worship of the Great Mother of the Gods and her lover or son was very popular under the Roman Empire. Inscriptions prove that the two received divine honours, separately or conjointly, not only in Italy, and especially at Rome, but also in the provinces, particularly in Africa, Spain, Portugal, France, Germany, and Bulgaria. Their worship survived the establishment of Christianity by Constantine; for Symmachus records the recurrence of the festival of the Great Mother, and in the days of Augustine her effeminate priests still paraded the streets and squares of Carthage with whitened faces, scented hair, and mincing gait, while, like the mendicant friars of the Middle Ages, they begged alms from the passers-by. Στην Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, τα αιματηρά όργια της ασιατικής θεάς και του συζύγου της φαίνεται να βρήκαν λίγη εύνοια. Ο βάρβαρος και σκληρός χαρακτήρας της λατρείας, με τις ξέφρενες υπερβολές του, ήταν αναμφισβήτητα αποκρουστικά για το καλό γούστο και τον ανθρωπισμό των Ελλήνων, οι οποίοι φαίνεται να προτίμησαν τις συγγενικές αλλά ευγενικότερες τελετές του Άδωνη. Ωστόσο, τα ίδια χαρακτηριστικά που σόκαραν και απώθησαν τους Έλληνες μπορεί να προσέλκυσαν θετικά τους λιγότερο εκλεπτυσμένους Ρωμαίους και τους βάρβαρους της Δύσης. The ecstatic frenzies, which were mistaken for divine inspiration, the mangling of the body, the theory of a new birth and the remission of sins through the shedding of blood, have all their origin in savagery, and they naturally appealed to peoples in whom the savage instincts were still strong. Their true character was indeed often disguised under a decent veil of allegorical or philosophical interpretation, which probably sufficed to impose upon the rapt and enthusiastic worshippers, reconciling even the more cultivated of them to things which otherwise must have filled them with horror and disgust.
  The religion of the Great Mother, with its curious blending of crude savagery with spiritual aspirations, was only one of a multitude of similar Oriental faiths which in the later days of paganism spread over the Roman Empire, and by saturating the European peoples with alien ideals of life gradually undermined the whole fabric of ancient civilisation. Η ελληνική και η ρωμαϊκή κοινωνία κτίστηκε πάνω στην αρχή της υπαγωγής του ατόμου στην κοινότητα, του πολίτη στο κράτος· έθετε την ασφάλεια της κοινοπολιτείας, ως τον ανώτατο στόχο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, πάνω από την ασφάλεια του ατόμου, είτε σε αυτόν τον κόσμο είτε στον επόμενο κόσμο. Εκπαιδευμένοι από την παιδική ηλικία σε αυτό το ανιδιοτελές ιδεώδες, οι πολίτες αφιέρωναν τη ζωή τους στη υπηρεσία του δημοσίου και ήταν έτοιμοι να την προσφέρουν για το κοινό καλό· ή εάν δεν αποτολμούσαν την υπέρτατη θυσία, δε θεωρούσαν ποτέ πως ενεργούσαν παρά ταπεινά προτιμώντας την προσωπική τους ύπαρξη από τα συμφέροντα της χώρας τους. Όλα αυτά άλλαξαν με την εξάπλωση των ανατολίτικων θρησκειών που εμφύσησαν την ένωση της ψυχής με τον Θεό και την αιώνια σωτηρία της ως τους μόνους σκοπούς για τους οποίους άξιζε να ζήσει κανείς, σκοπούς σε σύγκριση με τους οποίους η ευημερία και ακόμη και η ύπαρξη του κράτους βυθιζόταν στην ασημαντότητα. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτής της εγωιστικής και ανήθικης διδασκαλίας ήταν να αποσύρει τον πιστό όλο και περισσότερο από την υπηρεσία του δημόσιου καλού, να συγκεντρώσει τις σκέψεις του στα προσωπικά του πνευματικά συναισθήματα και να θρέψει μέσα του μια περιφρόνηση για την παρούσα ζωή που θεωρούσε απλώς ως μια δοκιμασία για το καλύτερο και το αιώνιο. The saint and the recluse, disdainful of earth and rapt in ecstatic contemplation of heaven, became in popular opinion the highest ideal of humanity, displacing the old ideal of the patriot and hero who, forgetful of self, lives and is ready to die for the good of his country. The earthly city seemed poor and contemptible to men whose eyes beheld the City of God coming in the clouds of heaven. Έτσι, το κέντρο της βαρύτητας, ας πούμε, μετατοπίστηκε από την παρούσα σε μια μελλοντική ζωή, και όσο κι αν ίσως κέρδισε ο άλλος κόσμος, δεν υπάρχει παρά μικρή αμφιβολία ότι αυτός έχασε σε μεγάλο βαθμό από την ανταλλαγή. Μια γενική αποσύνθεση του πολιτικού σώματος εγκαθιδρύθηκε. Οι δεσμοί του κράτους και της οικογένειας χαλάρωσαν: η δομή της κοινωνίας εμφάνισε την τάση να διαχωριστεί στα μεμονωμένα στοιχεία της και ως εκ τούτου να υποτροπιάσει στη βαρβαρότητα· γιατί ο πολιτισμός είναι εφικτός μόνο μέσω της ενεργού συνεργασίας των πολιτών και της προθυμίας τους να υποτάξουν τα ιδιωτικά τους συμφέροντα στο κοινό καλό. Men refused to defend their country and even to continue their kind. In their anxiety to save their own souls and the souls of others, they were content to leave the material world, which they identified with the principle of evil, to perish around them. This obsession lasted for a thousand years. The revival of Roman law, of the Aristotelian philosophy, of ancient art and literature at the close of the Middle Ages, marked the return of Europe to native ideals of life and conduct, to saner, manlier views of the world. The long halt in the march of civilisation was over. The tide of Oriental invasion had turned at last. It is ebbing still.
  Among the gods of eastern origin who in the decline of the ancient world competed against each other for the allegiance of the West was the old Persian deity Mithra. The immense popularity of his worship is attested by the monuments illustrative of it which have been found scattered in profusion all over the Roman Empire. In respect both of doctrines and of rites the cult of Mithra appears to have presented many points of resemblance not only to the religion of the Mother of the Gods but also to Christianity. The similarity struck the Christian doctors themselves and was explained by them as a work of the devil, who sought to seduce the souls of men from the true faith by a false and insidious imitation of it. So to the Spanish conquerors of Mexico and Peru many of the native heathen rites appeared to be diabolical counterfeits of the Christian sacraments. With more probability the modern student of comparative religion traces such resemblances to the similar and independent workings of the mind of man in his sincere, if crude, attempts to fathom the secret of the universe, and to adjust his little life to its awful mysteries. However that maybe, there can be no doubt that η θρησκεία του Μίθρα αποδείχθηκε δεινός αντίπαλος του Χριστιανισμού, συνδυάζοντας ένα επίσημο τελετουργικό με την επιθυμία για ηθική καθαρότητα και την ελπίδα της αθανασίας. Πράγματι, η έκβαση της διαμάχης μεταξύ των δύο θρησκειών φαίνεται για ένα διάστημα να παρέμενε σε ισορροπία. Ένα διδακτικό κατάλοιπο της μακροχρόνιας πάλης διατηρείται στο φεστιβάλ μας των Χριστουγέννων, το οποίο η Εκκλησία φαίνεται να δανείστηκε απευθείας από τον ειδωλολατρικό αντίπαλό της. Στο ημερολόγιο του Ιουλιανού, η εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου αντιστοιχεί στο χειμερινό ηλιοστάσιο, και θεωρείτο ως η Γένεση του Ήλιου, επειδή η ημέρα αρχίζει να επιμηκύνεται και η δύναμη του ήλιου να αυξάνεται από εκείνη την ημέρα καμπής του έτους. Το τελετουργικό της γέννησης, όπως φαίνεται να γιορταζόταν στη Συρία και την Αίγυπτο, ήταν αξιοσημείωτο. Οι εορταστές αποσύρονταν σε ορισμένα εσωτερικά ιερά, από τα οποία τα μεσάνυχτα αναφωνούσαν με δυνατή κραυγή: «Η Παρθένος γέννησε! Το φως μεγαλώνει!». Οι Αιγύπτιοι ακόμη αναπαριστούσαν τον νεογέννητο ήλιο με την εικόνα ενός βρέφους που την ημέρα της γέννησής του, στο χειμερινό ηλιοστάσιο, έφερναν και έδειχναν στους πιστούς του. Χωρίς αμφιβολία, η Παρθένος που συνελάμβανε με αυτόν τον τρόπο και γεννούσε έναν γιο στις 25 Δεκεμβρίου ήταν η μεγάλη ανατολίτικη θεά, την οποία οι Σημίτες ονόμαζαν η Ουράνια Παρθένος ή απλά η Ουράνια Θεά· σε σημιτικά εδάφη ήταν μια μορφή της Αστάρτης. Επίσης ο Μίθρας ταυτίζονταν τακτικά από τους πιστούς του με τον Ήλιο, τον Ανυπέρβλητο Ήλιο, όπως τον ονόμαζαν· ως εκ τούτου, η γέννησή του έπεφτε επίσης στις 25 Δεκεμβρίου. Τα Ευαγγέλια δεν λένε τίποτα για την ημέρα της γέννησης του Χριστού, και κατά συνέπεια η πρώιμη Εκκλησία δεν την γιόρταζε. Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, οι Χριστιανοί της Αιγύπτου άρχισαν να θεωρούν την 6η Ιανουαρίου ως ημερομηνία γέννησης, και το έθιμο για τον εορτασμό της γέννησης του Σωτήρα εκείνη την ημέρα εξαπλώθηκε σταδιακά μέχρι τον τέταρτο αιώνα οπότε είχε καθιερωθεί παντού στην Ανατολή. Αλλά στο τέλος του τρίτου ή στις αρχές του τέταρτου αιώνα η Δυτική Εκκλησία, η οποία δεν είχε αναγνωρίσει ποτέ την 6η Ιανουαρίου ως ημέρα της γέννησης, υιοθέτησε την εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου ως την πραγματική ημερομηνία, και με τον καιρό η απόφασή της έγινε δεκτή και από την Ανατολική Εκκλησία. Στην Αντιόχεια η αλλαγή δεν εισήχθη μέχρι περίπου το 375 μ.Χ.
  Ποιες σκέψεις οδήγησαν τις εκκλησιαστικές αρχές να ιδρύσουν το φεστιβάλ των Χριστουγέννων; Τα κίνητρα για την καινοτομία δηλώνονται με μεγάλη ειλικρίνεια από έναν Σύριο συγγραφέα, τον ίδιο Χριστιανό. «Ο λόγος», μας λέει, «για τον οποίο οι πατέρες μετέφεραν τον εορτασμό της 6ης Ιανουαρίου στις 25 Δεκεμβρίου ήταν αυτός. Ήταν έθιμο των ειδωλολατρών να γιορτάζουν την ίδια εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου τα γενέθλια του Ήλιου, στην οποία άναβαν φώτα ως ένδειξη γιορτής. Σε αυτές τις τελετές και εορτασμούς συμμετείχαν και οι Χριστιανοί. Κατά συνέπεια, όταν οι ιθύνοντες της Εκκλησίας αντιλήφθηκαν ότι οι Χριστιανοί είχαν μια κλίση σε αυτό το φεστιβάλ, άλλαξαν προσανατολισμό και αποφάσισαν ότι η αληθινή Γέννηση θα πρέπει να γιορταστεί με επισημότητα εκείνη την ημέρα και η γιορτή των Θεοφανίων στις 6 Ιανουαρίου. Κατά συνέπεια, μαζί με αυτό το έθιμο, διατηρήθηκε η πρακτική να ανάβουν φωτιές ως τις 6 Ιανουαρίου.» Η ειδωλολατρική προέλευση των Χριστουγέννων υπονοείται καθαρά, ή έστω γίνεται σιωπηρά παραδεκτή, από τον Αυγουστίνο όταν προτρέπει τους χριστιανούς αδελφούς του να μην γιορτάζουν εκείνη την επίσημη ημέρα όπως οι ειδωλολάτρες στο όνομα του ήλιου, αλλά στο όνομα αυτού που έκανε τον ήλιο.
  Φαίνεται λοιπόν ότι η Χριστιανική Εκκλησία επέλεξε να γιορτάσει τα γενέθλια του Ιδρυτή της στις 25 Δεκεμβρίου για να μεταφέρει την αφοσίωση των ειδωλολατρών από τον Ήλιο σε αυτόν που ονομαζόταν Ήλιος της Δικαιοσύνης. Εάν ήταν έτσι, δεν είναι διόλου απίθανο να υποθέσουμε ότι κίνητρα του ίδιου είδους θα μπορούσαν να έχουν οδηγήσει τις εκκλησιαστικές αρχές να αφομοιώσουν την πασχαλινή γιορτή του θανάτου και της ανάστασης του Κυρίου τους με το φεστιβάλ του θανάτου και της ανάστασης ενός άλλου ασιατικού θεού που έπεφτε την ίδια εποχή. Επίσης τα τελετουργικά του Πάσχα που εξακολουθούν να παρατηρούνται στην Ελλάδα, τη Σικελία και τη Νότια Ιταλία φέρουν, από ορισμένες απόψεις, μια εντυπωσιακή ομοιότητα με τις τελετές του Άδωνη, και έχω ισχυριστεί ότι η Εκκλησία μπορεί συνειδητά να προσάρμοσε το νέο φεστιβάλ στο ειδωλολατρικό προηγούμενό του για να κερδίσει ψυχές για τον Χριστό. Αλλά αυτή η προσαρμογή έγινε πιθανότατα στα ελληνόφωνα και όχι στα λατινικά μέρη του αρχαίου κόσμου· γιατί η λατρεία του Άδωνη, ενώ άνθισε μεταξύ των Ελλήνων, φαίνεται ότι προξένησε μικρή εντύπωση στη Ρώμη και τη Δύση. Σίγουρα δεν αποτελούσε ποτέ μέρος της επίσημης ρωμαϊκής θρησκείας. Η θέση που θα μπορούσε ίσως να είχε στα ακαλλιέργητα συναισθήματα τους είχε ήδη καταληφθεί από την παρόμοια αλλά πιο βάρβαρη λατρεία του Άττη και της Μεγάλης Μητέρας. Τώρα ο θάνατος και η ανάσταση του Άττη γιορτάζονταν επίσημα στη Ρώμη στις 24 και 25 Μαρτίου, με την τελευταία να θεωρείται ως η εαρινή ισημερία και επομένως ως η πιο κατάλληλη ημέρα για την αναβίωση ενός θεού της βλάστησης που ήταν νεκρός ή κοιμόταν καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα. Αλλά σύμφωνα με μια αρχαία και ευρέως διαδεδομένη παράδοση ο Χριστός υπέφερε στις 25 Μαρτίου, και κατά συνέπεια ορισμένοι Χριστιανοί γιόρταζαν τακτικά τη Σταύρωση εκείνη την ημέρα χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την κατάσταση της σελήνης. Αυτό το έθιμο παρατηρήθηκε σίγουρα στη Φρυγία, την Καππαδοκία και την Γαλατία, και φαίνεται να υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι κάποτε ακολουθήθηκε και στη Ρώμη. Έτσι, η παράδοση που τοποθέτησε το θάνατο του Χριστού στις 25 Μαρτίου ήταν αρχαία και βαθιά ριζωμένη. It is all the more remarkable because astronomical considerations prove that it can have had no historical foundation. The inference appears to be inevitable that the passion of Christ must have been arbitrarily referred to that date in order to harmonise with an older festival of the spring equinox. This is the view of the learned ecclesiastical historian Mgr. Duchesne, who points out that the death of the Saviour was thus made to fall upon the very day on which, according to a widespread belief, the world had been created. But η ανάσταση του Άττη, που συνδύασε στον εαυτό του τους χαρακτήρες του θείου Πατέρα και του θεϊκού Υιού, γιορταζόταν επίσημα στη Ρώμη την ίδια ημέρα. Αν αναλογιστούμε ότι ο εορτασμός του Αγίου Γεωργίου τον Απρίλιο αντικατέστησε την αρχαία ειδωλολατρική γιορτή της Παρίλιας· ότι ο εορτασμός του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή τον Ιούνιο διαδέχθηκε έναν ειδωλολατρικό πανηγυρισμό για το νερό στο θερινό ηλιοστάσιο· ότι το φεστιβάλ της Κοίμησης της Θεοτόκου τον Αύγουστο εκδίωξε το πανηγύρι της Ντιάνας (Άρτεμης)· ότι η Γιορτή των Ψυχών τον Νοέμβριο είναι συνέχεια μιας παλιάς ειδωλολατρικής γιορτής των νεκρών· και ότι η ίδια η Γέννηση του Χριστού προσδιορίστηκε στο χειμερινό ηλιοστάσιο του Δεκεμβρίου επειδή εκείνη η ημέρα θεωρείτο ως η μέρα γέννησης του Ήλιου· δύσκολα θα μπορούσαμε να θεωρηθούμε απερίσκεπτοι ή παράλογοι αν υποθέσουμε ότι ο άλλος πρωτεύων εορτασμός της χριστιανικής εκκλησίας —η επισημοποίηση του Πάσχα— ίσως έγινε με παρόμοιο τρόπο, και από παρόμοια κίνητρα διαπαιδαγώγησης, προσαρμοσμένα στον αντίστοιχο εορτασμό του φρυγικού θεού Άττη την εαρινή ισημερία.
  In point of fact it appears from the testimony of an anonymous Christian, who wrote in the fourth century of our era, that τόσο οι Χριστιανοί όσο και οι ειδωλολάτρες ξαφνιάστηκαν από την αξιοσημείωτη σύμπτωση του θανάτου και της ανάστασης των αντίστοιχων θεοτήτων τους, and that the coincidence formed a theme of bitter controversy between the adherents of the rival religions, the pagans contending that the resurrection of Christ was a spurious imitation of the resurrection of Attis, and the Christians asserting with equal warmth that the resurrection of Attis was a diabolical counterfeit of the resurrection of Christ. In these unseemly bickerings the heathen took what to a superficial observer might seem strong ground by arguing that their god was the older and therefore presumably the original, not the counterfeit, since κατά γενικό κανόνα, ένα πρωτότυπο είναι παλαιότερο από το αντίγραφό του. Αυτό το αδύναμο επιχείρημα το αντέκρουσαν εύκολα οι Χριστιανοί. Παραδέχθηκαν, πράγματι, ότι χρονικά ο Χριστός ήταν η νεότερη θεότητα, αλλά έδειξαν θριαμβευτικά την πραγματική προΰπαρξή του, αναγνωρίζοντας την επιδεξιότητα του Σατανά, ο οποίος σε μια τόσο σημαντική περίπτωση είχε ξεπεράσει τον εαυτό του αντιστρέφοντας τη συνηθισμένη σειρά της φύσης.
  Taken altogether, the coincidences of the Christian with the heathen festivals are too close and too numerous to be accidental. They mark the συμβιβασμό που η Εκκλησία την ώρα του θριάμβου της αναγκάστηκε να κάνει με τους υποταγμένους αλλά ακόμα επικίνδυνους αντιπάλους της. The inflexible Protestantism of the primitive missionaries, with their fiery denunciations of heathendom, had been exchanged for the supple policy, the easy tolerance, the comprehensive charity of shrewd ecclesiastics, who clearly perceived that εάν ο Χριστιανισμός ήταν να κατακτήσει τον κόσμο, θα μπορούσε να το κάνει μόνο χαλαρώνοντας τις πολύ άκαμπτες αρχές του Ιδρυτή του, διευρύνοντας λίγο τη στενή πύλη που οδηγεί στη σωτηρία.







  ...Ένα πολύ συνηθισμένο έθιμο στο Βέλγιο είναι να τρώνε ‘ψυχο-κέικς’ ή ‘ψυχο-ψωμί’ την παραμονή ή ανήμερα του Ψυχοσάββατου. Η κατανάλωση αυτών πιστεύεται ότι ωφελεί τους νεκρούς με κάποιο τρόπο. Ίσως αρχικά, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα μεταξύ των Εσκιμώων της Αλάσκας, τα πνεύματα θεωρούνταν πως έμπαιναν στα σώματα των συγγενών τους και έτσι μοιράζονταν τα φαγητά που κατανάλωναν οι ζωντανοί. Ομοίως σε φεστιβάλ προς τιμήν των νεκρών στη Βόρεια Ινδία είναι συνηθισμένο να ταΐζουνε τους Βραχμάνους και το φαγητό που λαμβάνουν αυτοί οι άγιοι πιστεύεται ότι περνά στους νεκρούς και αναζωογονεί τα νωθρά τους πνεύματα. Η ίδια ιδέα του φαγητού και του ποτού δια αντιπροσώπου μπορεί ίσως να εξηγεί εν μέρει πολλά άλλα γεύματα σε κηδείες.







  Dionysus was not the only Greek deity whose tragic story and ritual appear to reflect the decay and revival of vegetation. In another form and with a different application the old tale reappears in the myth of Demeter and Persephone. Ουσιαστικά ο μύθος τους είναι πανομοιότυπος με τον συριακό μύθο της Αφροδίτης (Αστάρτης) και του Άδωνη, τον φρυγικό μύθο της Κυβέλης και του Άττη, και τον αιγυπτιακό της Ίσιδας και του Όσιρη. Στον ελληνικό μύθο, όπως και στους Ασιατικούς και Αιγυπτιακούς ομολόγους του, μια θεά θρηνεί την απώλεια ενός αγαπημένου, που προσωποποιεί τη βλάστηση, ειδικότερα το καλαμπόκι, το οποίο πεθαίνει το χειμώνα για να αναβιώσει την άνοιξη· μόνο που ενώ η ανατολική φαντασία έδωσε στον αγαπημένο και χαμένο τη μορφή ενός νεκρού εραστή ή ενός νεκρού συζύγου τον οποίο θρηνεί η ερωμένη ή η σύζυγός του, η ελληνική φαντασία ενσάρκωσε την ίδια ιδέα στην πιο τρυφερή και καθαρότερη μορφή μιας νεκρής κόρης που θρηνείται από τη συντετριμμένη μητέρα της.







  Before the invention of the plough, which can hardly be worked without resort to the labor of men, it was and still is customary in many parts of the world to break up the soil for cultivation with hoes, and μεταξύ αρκετών αγρίων ως και σήμερα το έργο του σκαλίσματος του εδάφους και της σποράς του σπόρου ανατίθεται κυρίως ή εξ ολοκλήρου στις γυναίκες, ενώ οι άνδρες παίρνουν λίγο ή καθόλου μέρος στην καλλιέργεια, πέρα από την εκκαθάριση της γης με την κοπή των δένδρων του δάσους και την καύση της πεσμένης ξυλείας, των θάμνων και της χαμηλής βλάστησης που καταλαμβάνουν το έδαφος.


  Ακόμη και μεταξύ αγρίων που δεν έχουν μάθει ακόμη να καλλιεργούν φυτά, το έργο της συλλογής των βρώσιμων σπόρων και της εκσκαφής των βρώσιμων ριζών των άγριων φυτών φαίνεται να βασίζεται κυρίως στις γυναίκες
, while the men contribute their share to the common food supply by hunting and fishing, for which their superior strength, agility, and courage especially qualify them.
  Among the Indians of San Juan Capistrano in California, while the while the men passed their time in fowling, fishing, dancing and lounging, ‘the women were obliged to gather seeds in the fields, prepare them for cooking, and to perform all the meanest offices, as well as the most laborious. It was painful in the extreme to behold them, with their infants hanging upon their shoulders, groping about in search of herbs or seeds, and exposed, as they frequently were to the inclemency of the weather.’


  In these customs observed by savages who are totally ignorant of agriculture we may perhaps detect some of the steps by which mankind have advanced from the enjoyment of the wild fruits of the earth to the systematic cultivation of plants. For an effect of digging up the earth in the search for roots has probably been in many cases to enrich and fertilize the soil and so to increase the crop of roots or herbs; and such an increase would naturally attract the natives in larger numbers and enable them to subsist for longer periods on the spot without being compelled by the speedy exhaustion of the crop to shift their quarters and wander in search of fresh supplies. Moreover, the winnowing of the seeds on ground which had thus been turned up by the digging sticks of the women would naturally contribute to the same result. For though savages at the level of the Californian Indians and the aborigines of Australia have no idea of using seeds for any purpose but that of immediate consumption and it has never occurred to them to incur a temporary loss for the sake of a future gain by sowing them in the ground, yet it is almost certain that in the progress of winnowing the seeds as a preparation for eating them many of the grains must have escaped and, being wafted by the wind, have fallen on the upturned soil and borne fruit. Thus by the operations of turning up the ground and winnowing the seed, though neither operation aimed at anything beyond satisfying the immediate pangs of hunger, savage man or rather savage woman was unconsciously preparing for the whole community a future and more abundant store of food, which would enable them to multiply and to abandon the old migratory and wasteful manner of life for a more settled and economic mode of existence. So curiously sometimes does man, aiming his shafts at a near but petty mark, hit a greater and more distant target.
  Συνολικά, λοιπόν, φαίνεται πολύ πιθανό ότι ως συνέπεια ενός συγκεκριμένου φυσικού καταμερισμού της εργασίας μεταξύ των φύλων οι γυναίκες συνέβαλαν περισσότερο από τους άνδρες στην μεγαλύτερη πρόοδο της οικονομικής ιστορίας, δηλαδή, τη μετάβαση από μία νομαδική ζωή σε μια ζωή οργανωμένη σε σταθερό σημείο, από μια φυσική σε μια τεχνητή βάση διαβίωσης.







  ...Σαφώς, λοιπόν, αυτά τα έθιμα της άνοιξης και της συγκομιδής βασίζονται στους ίδιους αρχαίους τρόπους σκέψης, και αποτελούν τμήματα του ίδιου πρωτόγονου ειδωλολατρικού βασιλείου, που εφαρμόστηκε αναμφίβολα από τους προγόνους μας πολύ πριν από την αυγή της ιστορίας.


  ...Κρίνοντας από αυτές τις δοκιμές, τα έθιμα της άνοιξης και της συγκομιδής της ευρωπαϊκής μας αγροτιάς αξίζουν να κατατάσσονται ως πρωτόγονα. Γιατί καμία ειδική τάξη προσώπων και κανένα ιδιαίτερο μέρος δεν ορίζεται αποκλειστικά για την εφαρμογή τους· μπορούν να εκτελεστούν από οποιονδήποτε, αφεντικό ή μη, αφεντικίνα ή υπηρέτρια, αγόρι ή κορίτσι· τελούνται όχι σε ναούς ή εκκλησίες, αλλά στο δάσος και στα λιβάδια, δίπλα σε ρυάκια, σε αχυρώνες, σε χωράφια με σοδειά και σε δάπεδα αγροτικών σπιτιών. Τα υπερφυσικά όντα των οποίων η ύπαρξη θεωρείται δεδομένη σε αυτά είναι πνεύματα μάλλον παρά θεότητες: οι λειτουργίες τους περιορίζονται σε ορισμένα καλά καθορισμένα τμήματα της φύσης: τα ονόματά τους είναι γενικά όπως η Μητέρα του Κριθαριού, η Γραία, η Παρθένα, όχι κανονικά ονόματα όπως Δήμητρα, Περσεφόνη, Διόνυσος. Τα γενικά χαρακτηριστικά τους είναι γνωστά, αλλά οι ατομικές ιστορίες και οι χαρακτήρες τους δεν αποτελούν αντικείμενο μύθων.
For they exist in classes rather than as individuals, and the members of each class are indistinguishable. For example, every farm has its Corn-mother, or its Old Woman, or its Maiden; but every Corn-mother is much like every other Corn-mother, and so with the Old Women and Maidens. Lastly, in these harvests, as in the spring customs, the ritual is magical rather than propitiatory. This is shown by throwing the Corn-mother into the river in order to secure rain and dew for the crops; by making the Old Woman heavy in order to get a heavy crop next year; by strewing grain from the last sheaf amongst the young crops in spring; and by giving the last sheaf to the cattle to make them thrive.


  European peoples, ancient and modern, have not been singular in personifying the corn as a mother goddess. The same simple idea has suggested itself to other agricultural races in distant parts of the world, and has been applied by them to other indigenous cereals than barley and wheat. If Europe has its Wheat-mother and its Barley-mother, America has its Maize-mother and the East Indies their Rice-mother.


  ...We have seen that among European peoples it is a common custom to keep the plaited corn-stalks of the last sheaf, or the puppet which is formed out of them, in the farm-house from harvest to harvest. The intention no doubt is, or rather originally was, by preserving the representative of the corn-spirit to maintain the spirit itself in life and activity throughout the year, in order that the corn may grow and the crops be good.







  In Phrygia the corresponding song, sung by harvesters both at reaping and at threshing, was called Lityerses.
  There are some grounds for supposing that in these stories of Lityerses we have the description of a Phrygian harvest custom in accordance with which certain persons, especially strangers passing the harvest field, were regularly regarded as embodiments of the corn-spirit, and as such were seized by the reapers, wrapt in sheaves, and beheaded, their bodies, bound up in the corn-stalks, being afterwards thrown into water as a rain-charm. The grounds for this supposition are, first, the resemblance of the Lityerses story to the harvest customs of European peasantry, and, second, the frequency of human sacrifices offered by savage races to promote the fertility of the fields.
  ‘...The town of Elopango, celebrated for its temple, was near the lake of the same name, the etymology of which refers to the sheaves of tender maize (elotl, “sheaf of tender maize”). It was dedicated to the goddess Xochiquetzal, to whom victims were offered by being hurled from the top of a rock into the abyss. At the moment of consummating this inhuman rite, the priests addressed themselves in turn to the four virgins in order to banish the fear of death from their minds. They drew for them a bright picture of the delights they were about to enjoy in the company of the gods, and advised them not to forget the earth which they had left behind, but to entreat the divinity, to whom they despatched them, to bless the forthcoming harvest.’ Έχουμε δει ότι οι αρχαίοι Μεξικάνοι θυσίαζαν ανθρώπινα πλάσματα σε όλα τα διάφορα στάδια της ανάπτυξης του αραβοσίτου, με την ηλικία των θυμάτων να αντιστοιχεί στην ηλικία του καλαμποκιού· γιατί θυσίαζαν νεογέννητα μωρά κατά τη σπορά, μεγαλύτερα παιδιά όταν βλάσταινε ο σπόρος, και ούτω καθεξής μέχρι ότου να ωριμάσει πλήρως, οπότε θυσίαζαν ηλικιωμένους. Χωρίς αμφιβολία, η αντιστοιχία μεταξύ των ηλικιών των θυμάτων και της κατάστασης του καλαμποκιού υποτίθεται ότι ενίσχυε την αποτελεσματικότητα της θυσίας.


  At Lagos in Guinea it was the ετήσιο έθιμο να ανασκολοπίζουν ένα νεαρό κορίτσι ζωντανό λίγο μετά την εαρινή ισημερία για να εξασφαλιστούν καλές καλλιέργειες. Along with her were sacrificed sheep and goats, which, with yams, heads of maize, and plantains, were hung on stakes on each side of her. The victims were bred up for the purpose in the king’s seraglio, and their minds had been so powerfully wrought upon by the fetish men that they went cheerfully to their fate. A similar sacrifice used to be annually offered at Benin, in Guinea. The Marimos, a Bechuana tribe, sacrifice a human being for the crops. The victim chosen is generally a short, stout man. He is seized by violence or intoxicated and taken to the fields, where he is killed amongst the wheat to serve as “seed” (so they phrase it). After his blood has coagulated in the sun, it is burned along with the frontal bone, the flesh attached to it, and the brain; the ashes are then scattered over the ground to fertilise it. The rest of the body is eaten.
  Among the Lhota Naga, one of the many savage tribes who inhabit the deep rugged labyrinthine glens which wind into the mountains from the rich valley of Brahmapootra, it used to be a common custom to chop off the heads, hands, and feet of people they met with, and then to stick up the severed extremities in their fields to ensure a good crop of grain. They bore no ill-will whatever to the persons upon whom they operated in this unceremonious fashion. Μόλις έγδερναν ζωντανό ένα αγόρι, το έκοβαν σε κομμάτια και τα μοίραζαν σε όλους τους χωρικούς, οι οποίοι τα έβαζαν στους κάδους αποθήκευσης του καλαμποκιού τους για να αποτρέψουν την κακή τύχη και να εξασφαλίσουν άφθονες καλλιέργειες σιτηρών. The Gonds of India, a Dravidian race, kidnapped Brahman boys, and kept them as victims to be sacrificed on various occasions. At sowing and reaping, after a triumphal procession, one of the lads was slain by being punctured with a poisoned arrow. His blood was then sprinkled over the ploughed field or the ripe crop, and his flesh was devoured.







  Το έθιμο της κατανάλωσης ψωμιού υπό μορφή μυστηρίου ως το σώμα ενός θεού ασκήθηκε από τους Αζτέκους πριν την ανακάλυψη και την κατάκτηση του Μεξικού από τους Ισπανούς.
  Οι αρχαίοι Μεξικάνοι, ακόμη και πριν από την άφιξη των χριστιανών ιεραποστόλων, γνώριζαν πλήρως το δόγμα του μετασχηματισμού της θείας κοινωνίας και το μεταχειρίζονταν στις επίσημες τελετές της θρησκείας τους. Πίστευαν ότι με τον καθαγιασμό του ψωμιού οι ιερείς τους μπορούσαν να το μετατρέψουν στο ίδιο το σώμα του θεού τους, έτσι ώστε όλοι όσοι έπαιρναν από το καθαγιασμένο ψωμί εισέρχονταν σε μια μυστική κοινωνία με τη θεότητα λαμβάνοντας ένα μέρος της θεϊκής της ουσίας μέσα τους. Το δόγμα του μετασχηματισμού της θείας κοινωνίας, ή η μαγική μετατροπή του ψωμιού σε σάρκα, ήταν επίσης οικείο στους Άριους της αρχαίας Ινδίας πολύ πριν από την εξάπλωση και ακόμη και την εμφάνιση του Χριστιανισμού.
The Brahmans taught that the rice-cakes offered in sacrifice were substitutes for human beings, and that they were actually converted into the real bodies of men by the manipulation of the priest.


  At the festival of the winter solstice in December the Aztecs killed their god Huitzilopochtli in effigy first and ate him afterwards. As a preparation for this solemn ceremony an image of the deity in the likeness of a man was fashioned out of seeds of various sorts, which were kneaded into a dough with the blood of children. The bones of the god were represented by pieces of acacia wood. This image was placed on the chief altar of the temple, and on the day of the festival the king offered incense to it. Early next day it was taken down and set on its feet in a great hall. Then a priest, who bore the name and acted the part of the god Quetzalcoatl, took a flint-tipped dart and hurled it into the breast of the dough-image, piercing it through and through. Αυτό ονομαζόταν «σκοτώνοντας τον θεό Ουιτζιλοπότστλι έτσι ώστε το σώμα του να τρώγεται». Ένας από τους ιερείς έκοβε την καρδιά της εικόνας και την έδινε στον βασιλιά να την φάει. Η υπόλοιπη εικόνα μοιραζόταν σε μικρότατα κομμάτια, από τα οποία κάθε άντρας μεγάλος και μικρός, μέχρι τα αρσενικά παιδιά στο λίκνο, λάμβαναν ένα για να φάνε. Αλλά καμία γυναίκα δεν μπορούσε να γευτεί ένα κομμάτι. Η τελετή ονομαζόταν ‘teoqualo’, δηλαδή «ο θεός τρώγεται».







  ...But, further, we have found a widespread custom of eating the god sacramentally, either in the shape of the man or animal who represents the god, or in the shape of bread made in human or animal form. Οι λόγοι για να γεύονται με τέτοιο τρόπο το σώμα του θεού είναι, από την πρωτόγονη άποψη, αρκετά απλοί. Ο άγριος πιστεύει συνήθως ότι τρώγοντας τη σάρκα ενός ζώου ή ενός ανθρώπου αποκτά όχι μόνο τις φυσικές, αλλά και τις ηθικές και πνευματικές ιδιότητες που ήταν χαρακτηριστικές αυτού του ζώου ή του ανθρώπου· οπότε όταν το πλάσμα θεωρείται θεϊκό, ο απλός μας άγριος φυσικά αναμένει να απορροφήσει ένα μέρος της θεότητάς του μαζί με την υλική του ουσία. It may be well to illustrate by instances this common faith in the acquisition of virtues or vices of many kinds through the medium of animal food, even when there is no pretence that the viands consist of the body or blood of a god. The doctrine forms part of the widely ramified system of sympathetic or homoeopathic magic.


  Similarly some of the Brazilian Indians would eat no beast, bird, or fish that ran, flew, or swam slowly, lest by partaking of its flesh they should lose their ability and be unable to escape from their enemies. The Caribs abstained from the flesh of pigs lest it should cause them to have small eyes like pigs; and they refused to partake of tortoises from a fear that if they did so they would become heavy and stupid like the animal. Μεταξύ των Φανς της Δυτικής Αφρικής οι άντρες στην αρχή της ζωής δεν τρώνε ποτέ χελώνες για παρόμοιο λόγο· φαντάζονται ότι αν το έκαναν, η δύναμη και η ταχύτητα των ποδιών τους θα εξαφανιζόταν. Όμως οι ηλικιωμένοι μπορεί να τρώνε χελώνες ελεύθερα, επειδή έχοντας ήδη χάσει τη δύναμη να τρέχουν, δεν μπορούν να βλαφτούν από τη σάρκα του πλάσματος με τα αργά πόδια.
  While many savages thus fear to eat the flesh of slow-footed animals lest they should themselves become slow-footed, the Bushmen of South Africa purposely ate the flesh of such creatures, and the reason which they gave for doing so exhibits a curious refinement of savage philosophy. They imagined that the game which they pursued would be influenced sympathetically by the food in the body of the hunter, so that if he had eaten of swift-footed animals, the quarry would be swift-footed also and would escape him; whereas if he had eaten of slow-footed animals, the quarry would also be slow-footed, and he would be able to overtake and kill it.
  Οι Νάμα απέχουν από το να τρώνε τη σάρκα των λαγών, επειδή πιστεύουν ότι θα τους έκανε λιγόψυχους ως λαγούς. Αλλά τρώνε τη σάρκα του λιονταριού, ή πίνουν το αίμα της λεοπάρδαλης ή του λιονταριού, για να πάρουν το θάρρος και τη δύναμη αυτών των θηρίων.


  Και πάλι, οι αρχαίοι μάντεις προσπάθησαν να εμποτιστούν με το πνεύμα της προφητείας καταπίνοντας ζωτικά τμήματα πουλιών και θηρίων οιωνού· για παράδειγμα, πίστευαν ότι τρώγοντας τις καρδιές των κοράκων ή των τυφλοπόντικων ή των γερακιών έπαιρναν στο σώμα τους, μαζί με τη σάρκα, την προφητική ψυχή του πλάσματος.


  Πάλι, η σάρκα και το αίμα των νεκρών τρώγεται και πίνεται συνήθως για να εμπνεύσει γενναιότητα, σοφία ή άλλες ιδιότητες για τις οποίες οι άνδρες εκείνοι ήταν αξιοσημείωτοι
, or which are supposed to have their special seat in the particular part eaten. Thus among the mountain tribes of South-Eastern Africa there are ceremonies by which the youths are formed into guilds or lodges, and among the rites of initiation there is one which is intended to infuse courage, intelligence, and other qualities into the novices. Whenever an enemy who has behaved with conspicuous bravery is killed, his liver, which is considered the seat of valour; his ears, which are supposed to be the seat of intelligence; the skin of his forehead, which is regarded as the seat of perseverance; his testicles, which are held to be the seat of strength; and other members, which are viewed as the seat of other virtues, are cut from his body and baked to cinders. The ashes are carefully kept in the horn of a bull, and, during the ceremonies observed at circumcision, are mixed with other ingredients into a kind of paste, which is administered by the tribal priest to the youths. By this means the strength, valour, intelligence, and other virtues of the slain are believed to be imparted to the eaters.
  Among the tribes about Maryborough in Queensland, when a man was killed in a ceremonial fight, it was customary for his friends to skin and eat him, in order that his warlike virtues might pass into the eaters. Warriors of the Theddora and Ngarigo tribes of South-Eastern Australia used to eat the hands and feet of their slain enemies, believing that in this way they acquired some of the qualities and courage of the dead.
  Όσο παράξενο κι αν φαίνεται σε εμάς, ένα κίνητρο που ωθεί έναν άγριο πολεμιστή να φάει τη σάρκα ή να πιει το αίμα του εχθρού τον οποίο έχει σφαγιάσει, φαίνεται να είναι η επιθυμία να δημιουργήσει ένα ακατάλυτο συμβόλαιο φιλίας και αδελφότητας με το θύμα του. Διότι είναι μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση μεταξύ των αγρίων ότι μεταγγίζοντας λίγο από το αίμα τους στο σώμα του άλλου, δύο άντρες γίνονται συγγενείς και σύμμαχοι· το ίδιο αίμα που κυκλοφορεί τώρα στις φλέβες και των δύο, δεν μπορεί να τραυματίσει τον άλλο χωρίς ταυτόχρονα να τραυματίσει και τον εαυτό του· επομένως, οι δύο πρόσφεραν ο ένας στον άλλο τον ισχυρότερο δεσμό, τους καλύτερους δυνατούς ομήρους, για την καλή τους συμπεριφορά. Ενεργώντας βάσει αυτής της θεωρίας, ο πρωτόγονος πολεμιστής επιδιώκει να μετατρέψει τον σφαγιασμένο εχθρό του στον σταθερότερο των φίλων του ρουφώντας το αίμα του νεκρού ή καταπίνοντας τη σάρκα του.
  Είναι πλέον εύκολο να καταλάβουμε γιατί ένας άγριος πρέπει να επιθυμεί να γευτεί τη σάρκα ενός ζώου ή ενός ανθρώπου που θεωρεί θεϊκό. Τρώγοντας το σώμα του θεού μοιράζεται τις ιδιότητες και τις δυνάμεις του θεού. Και όταν ο θεός είναι ένας θεός του καλαμποκιού, το καλαμπόκι είναι το σωστό του σώμα· όταν είναι ένας θεός της αμπέλου, ο χυμός του σταφυλιού είναι το αίμα του· κι έτσι τρώγοντας το ψωμί και πίνοντας το κρασί, ο πιστός γεύεται το πραγματικό σώμα και αίμα του θεού του. Έτσι, η κατάποση κρασιού στις τελετές ενός θεού της αμπέλου όπως ο Διόνυσος δεν είναι μια πράξη γλεντιού, είναι ένα επίσημο μυστήριο. Ωστόσο, έρχεται ο καιρός που οι λογικοί άντρες δυσκολεύονται να κατανοήσουν πώς οποιοσδήποτε στα λογικά του μπορεί να υποθέσει ότι τρώγοντας ψωμί ή πίνοντας κρασί καταναλώνει το σώμα ή το αίμα μιας θεότητας. «Όταν ονομάζουμε το καλαμπόκι Ceres [Ρωμαία θεά δημητριακών] και το κρασί Βάκχο», λέει ο Κικέρων, «χρησιμοποιούμε μια κοινή μορφή του λόγου· αλλά φαντάζεστε ότι κάποιος είναι τόσο τρελός που να πιστεύει ότι αυτό με το οποίο τρέφεται είναι ένας θεός;» Γράφοντας τούτα ο Ρωμαίος φιλόσοφος λιγοστά προέβλεψε ότι στην ίδια τη Ρώμη, και στις χώρες που θα αντλούσαν το δόγμα τους από αυτή, η πεποίθηση που εδώ στιγματίζει ως τρελή προοριζόταν να διατηρηθεί για χιλιάδες χρόνια, ως θεμελιώδες δόγμα της θρησκείας, μεταξύ λαών που υπερηφανεύονται για τη θρησκευτική τους φώτιση συγκριτικά με τις τυφλές δεισιδαιμονίες της παγανιστικής αρχαιότητας. Τόσο λίγο μπορούν ακόμη και τα μεγαλύτερα μυαλά μιας γενιάς να προβλέψουν το παραπλανητικό μονοπάτι το οποίο η θρησκευτική πίστη της ανθρωπότητας θα ακολουθήσει επίμονα στους επερχόμενους αιώνες.







  Η εξήγηση της ζωής με τη θεωρία μιας ενσωματωμένης και πρακτικά αθάνατης ψυχής δεν είναι κάτι που ο άγριος περιορίζει στα ανθρώπινα όντα, αλλά το επεκτείνει γενικά στην έμβια δημιουργία. Με αυτόν τον τρόπο είναι πιο φιλελεύθερος και ίσως πιο λογικός από τον πολιτισμένο άνθρωπο, ο οποίος συνήθως αρνείται στα ζώα το προνόμιο της αθανασίας που διεκδικεί για τον εαυτό του. Ο άγριος δεν είναι τόσο περήφανος· συνήθως πιστεύει ότι τα ζώα είναι προικισμένα με συναισθήματα και νοημοσύνη όπως οι άνθρωποι, και πως, παρόμοια με εκείνους, κατέχουν ψυχές που επιβιώνουν από το θάνατο του σώματός τους είτε για να περιπλανιούνται ως ασώματα πνεύματα είτε για να αναγεννηθούν στη μορφή ζώου. Thus, for example, we are told that the Indian of Guiana does not see “any sharp line of distinction, such as we see, between man and other animals, between one kind of animal and another, or between animals—man included—and inanimate objects. On the contrary, to the Indian, all objects, animate and inanimate, seem exactly of the same nature except that they differ in the accident of bodily form. Every object in the whole world is a being, consisting of a body and spirit, and differs from every other object in no respect except that of bodily form, and in the greater or less degree of brute power and brute cunning consequent on the difference of bodily form and bodily habits.”


  Thus to the savage, who regards all living creatures as practically on a footing of equality with man, the act of killing and eating an animal must wear a very different aspect from that which the same act presents to us, who regard the intelligence of animals as far inferior to our own and deny them the possession of immortal souls. Hence on the principles of his rude philosophy the primitive hunter who slays an animal believes himself exposed to the vengeance either of its disembodied spirit or of all the other animals of the same species, whom he considers as knit together, like men, by the ties of kin and the obligations of the blood feud, and therefore as bound to resent the injury done to one of their number. Accordingly the savage makes it a rule to spare the life of those animals which he has no pressing motive for killing, at least such fierce and dangerous animals as are likely to exact a bloody vengeance for the slaughter of one of their kind.


  ...The preceding review of customs observed by savages for the conciliation and multiplication of animals which they hunt and kill, is fitted to impress us with a lively sense of the unquestioning faith which primitive man reposes in the immortality of the lower creatures. He appears to assume as an axiom too obvious to be disputed that beasts, birds, and fishes have souls like his own, which survive the death of their bodies and can be reborn in other bodies to be again killed and eaten by the hunter.


  That belief is commonly deduced from a primitive theory of dreams. The savage, it is said, fails to distinguish the visions of sleep from the realities of waking life, and accordingly when he has dreamed of his dead friends he necessarily concludes that they have not wholly perished, but that their spirits continue to exist in some place and some form, though in the ordinary course of events they elude the perceptions of his senses.


  But even if we grant for the sake of argument that this theory offers a ready explanation of the widespread belief in human immortality, it is less easy to see how the theory accounts for the corresponding belief of so many races in the immortality of the lower animals. In his dreams the savage recognises the images of his departed friends by those familiar traits of feature, voice, and gesture which characterised them in life. But can we suppose that he recognises dead beasts, birds, and fishes in like manner?
  In short, we conclude that the theory of dreams appears to be hardly enough by itself to account for the widespread belief in the immortality of men and animals; dreams have probably done much to confirm that belief, but would they suffice to originate it? We may reasonably doubt it.
  We have seen that to the savage death presents itself not as a natural necessity but as a lamentable accident or crime that cuts short an existence which, but for it, might have lasted for ever. Thus arguing apparently from his own sensations he conceives of life as an indestructible kind of energy, which when it disappears in one form must necessarily reappear in another, though in the new form it need not be immediately perceptible by us; in other words, he infers that death does not destroy the vital principle nor even the conscious personality, but that it merely transforms both of them into other shapes, which are not the less real because they commonly elude the evidence of our senses. If I am right in thus interpreting the thought of primitive man, the savage view of the nature of life singularly resembles the modern scientific doctrine of the conservation of energy. According to that doctrine, no material energy ever perishes or is even diminished; when it seems to suffer diminution or extinction, all that happens is that a portion or the whole of it has been transmuted into other shapes which, though qualitatively different from, are quantitatively equivalent to, the energy in its original form. In short, if we listen to science, nothing in the physical world is ever lost, but all things are perpetually changing: the sum of energy in the universe is constant and invariable, though it undergoes ceaseless transformations. A similar theory of the indestructibility of energy is implicitly applied by the savage to explain the phenomena of life and death, and logically enough he does not limit the application to human beings but extends it to the lower animals. Με τον τρόπο αυτό μας φανερώνεται πιο λογικός από τον πολιτισμένο αδελφό του, ο οποίος συνήθως αγκαλιάζει με απληστία το δόγμα της ανθρώπινης αθανασίας αλλά απορρίπτει με περιφρόνηση, ως υποτιμητική για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ιδέα ότι τα ζώα έχουν αθάνατες ψυχές. Και όταν προσπαθεί να επιβεβαιώσει την αγαπημένη του πίστη σε μια ζωή μετά θάνατον επικαλούμενος παρόμοιες πεποιθήσεις μεταξύ των αγρίων και συμπεραίνοντας από αυτές ένα φυσικό ένστικτο αθανασίας, είναι καλό να του υπενθυμίζουμε ότι, αν υποστηρίζει αυτήν την άποψη, πρέπει, όπως ο άγριος, να επεκτείνει με συνέπεια το προνόμιο της αθανασίας στα περιφρονημένα κατώτερα ζώα· γιατί σίγουρα είναι απρεπές να ξεχωρίζει και να διαλέγει τις αποδείξεις του, ώστε να ταιριάζουν με τις προκαταλήψεις του, αποδεχόμενος εκείνα τα μέρη του δόγματος των αγρίων που ταιριάζουν με το δικό του δόγμα και απορρίπτοντας εκείνα που δεν το κάνουν. Για λογικούς και επιστημονικούς λόγους φαίνεται υποχρεωμένος να πιστεύει και τα δύο, λιγότερο ή περισσότερο: πρέπει να θεωρεί ότι οι άνθρωποι και τα ζώα είναι όντα ομοίως αθάνατα ή ότι κανένα από αυτά δεν είναι.







  We have now traced the practice of killing a god among peoples in the hunting, pastoral, and agricultural stages of society; and I have attempted to explain the motives which led men to adopt so curious a custom. One aspect of the custom still remains to be noticed. Οι συσσωρευμένες ατυχίες και αμαρτίες ολόκληρου του λαού μερικές φορές αποθέτονται πάνω στον θνήσκοντα θεό, ο οποίος υποτίθεται ότι θα τις πάρει μακριά για πάντα, αφήνοντας τους ανθρώπους αθώους και χαρούμενους. Η αντίληψη ότι μπορούμε να μεταφέρουμε την ενοχή και τα δεινά μας σε κάποιο άλλο ον που θα τα φέρει για εμάς είναι οικεία στο μυαλό του αγρίου. Προκύπτει από μια πολύ προφανή σύγχυση μεταξύ του φυσικού και του διανοητικού, μεταξύ του υλικού και του άυλου. Επειδή είναι δυνατόν να μετατοπίσουμε ένα φορτίο ξύλων, λίθων, ή οτιδήποτε, από τη δική μας την πλάτη στην πλάτη ενός άλλου, ο άγριος θέλει να φαντάζεται ότι είναι εξίσου πιθανό να μετατοπίσει το βάρος των πόνων και των θλίψεών του σε έναν άλλο, που θα υποφέρει στη θέση του. Upon this idea he acts, and the result is an endless number of very unamiable devices for palming off upon some one else the trouble which a man shrinks from bearing himself. In short, the principle of vicarious suffering is commonly understood and practised by races who stand on a low level of social and intellectual culture. In the following pages I shall illustrate the theory and the practice as they are found among savages in all their naked simplicity, undisguised by the refinements of metaphysics and the subtleties of theology.
  The devices to which the cunning and selfish savage resorts for the sake of easing himself at the expense of his neighbour are manifold; only a few typical examples out of a multitude can be cited. Κατ’ αρχάς πρέπει να παρατηρηθεί ότι το κακό από το οποίο ένας άνθρωπος επιδιώκει να απαλλαγεί δεν είναι απαραίτητο να μεταφερθεί σε ένα πρόσωπο· μπορεί ισοδύναμα να μεταφερθεί σε ένα ζώο ή ένα πράγμα, αν και στην τελευταία περίπτωση το πράγμα αυτό είναι συχνά μόνο ένα όχημα για να μεταφέρει το πρόβλημα στο πρώτο άτομο που θα το αγγίξει. In some of the East Indian islands they think that epilepsy can be cured by striking the patient on the face with the leaves of certain trees and then throwing them away.


  Οι Ινδοί του Περού επεδίωξαν να εξαγνιστούν από τις αμαρτίες τους βυθίζοντας τα κεφάλια τους στο ποτάμι· έλεγαν ότι το ποτάμι ξέπλενε τις αμαρτίες τους.
  Οι ιέρειες του Ντιάκ εκδιώκουν την κακοτυχία από ένα σπίτι, χτυπώντας και κόβοντας τον αέρα σε κάθε γωνιά του με ξύλινα ξίφη, τα οποία στη συνέχεια πλένουν στον ποταμό για να αφήσουν την κακοτυχία να παρασυρθεί από το ρεύμα.

  Often, however, the transference of evil to a material object is only a step towards foisting it upon a living person. This is the maleficent side of such transferences. To cure toothache some of the Australian blacks apply a heated spear-thrower to the cheek. The spear-thrower is then cast away, and the toothache goes with it in the shape of a black stone called karriitch. Stones of this kind are found in old mounds and sandhills. They are carefully collected and thrown in the direction of enemies in order to give them toothache.
  «Σε ένα μέρος της Νέας Ζηλανδίας εθεωρείτο απαραίτητη η εξιλέωση για την αμαρτία· μια υπηρεσία που εκτελούνταν από ένα άτομο, μέσω του οποίου όλες οι αμαρτίες της φυλής υποτίθεται πως μεταφέρονταν σε αυτόν· ένας μίσχος φτέρης ήταν προηγουμένως δεμένος επάνω του, με τον οποίο πηδούσε στο ποτάμι, και εκεί, λύνοντάς τον, του επέτρεπε να πλεύσει μακριά προς τη θάλασσα, κουβαλώντας τις αμαρτίες τους μαζί του.»
  In Travancore, when a Rajah is near his end, they seek out a holy Brahman, who consents to take upon himself the sins of the dying man in consideration of the sum of ten thousand rupees. Thus prepared to immolate himself on the altar of duty, the saint is introduced into the chamber of death, and closely embraces the dying Rajah, saying to him, “O King, I undertake to bear all your sins and diseases. May your Highness live long and reign happily.” Having thus, with a noble devotion, taken to himself the sins of the sufferer, and likewise the purees, he is sent away from the country and never more allowed to return.


  Η εκδίωξη του κακού, από το να είναι περιστασιακή, τείνει να γίνεται περιοδική. Αρχίζει να θεωρείται επιθυμητό να έχουμε μια γενική απαλλαγή από τα κακά πνεύματα σε καθορισμένους χρόνους, συνήθως μία φορά κάθε έτος, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να κάνουν μια νέα αρχή στη ζωή, απαλλαγμένοι από όλες τις φαρμακερές επιρροές που συσσωρεύονται γύρω τους για καιρό.


  The Koryaks of the Taigonos Peninsula, in north-eastern Asia, celebrate annually a festival after the winter solstice. Rich men invite all their neighbours to the festival, offer a sacrifice to ‘The-One-on-High’ and slaughter many reindeer for their guests. If there is a shaman present he goes all around the interior of the house, beating the drum and driving away the demons (kalau). He searches all the people in the house, and if he finds a demon’s arrow sticking in the body of one of them, he pulls it out, though naturally the arrow is invisible to common eyes. In this way he protects them again disease and death. If there is no shaman present, that demons may be expelled by the host or by a woman skilled in incantations.


  Ένας μεταγενέστερος συγγραφέας μας λέει ότι «στη Χρυσή Ακτή υπάρχουν δηλωμένες περιπτώσεις, που οι άνθρωποι βγαίνουν μαζικά (γενικά τη νύχτα) με ρόπαλα και δάδες για να εκδιώξουν τα κακά πνεύματα από τις πόλεις τους. Με ένα δεδομένο σήμα, ολόκληρη η κοινότητα ξεκινά ένα αποτρόπαιο ουρλιαχτό, χτυπούν σε κάθε κοίλωμα και γωνία των κατοικιών τους, και έπειτα ξεχύνονται στους δρόμους, με τις δάδες και τα ρόπαλά τους, όπως κάνουν τόσοι ξέφρενοι μανιακοί, χτυπούν τον αέρα, και ουρλιάζουν στο μέγιστο των φωνών τους, έως ότου κάποιος ανακοινώσει την αναχώρηση των πνευμάτων μέσω κάποιας πύλης των παρυφών της πόλης, όπου καταδιώκονται για αρκετά μίλια μέσα στο δάσος, και προειδοποιούνται να μην επιστρέψουν. Μετά από αυτό, οι άνθρωποι αναπνέουν ευκολότερα, κοιμούνται πιο ήσυχα, έχουν καλύτερη υγεία, και η πόλη ευφραίνεται για άλλη μια φορά από την αφθονία των τροφίμων.»
  The scapegoat by means of which the accumulated ills of a whole year are publicly expelled is sometimes an animal.


  The scapegoat upon whom the sins of the people are periodically laid, may also be a human being.


  Sometimes the scapegoat is a divine animal.


  Lastly, the scapegoat may be a divine man. ... This last circumstance clearly indicates that the sins of the people were transferred to the victim, just as the Jewish priest transferred the sins of the people to the scapegoat by laying his hands on the animal’s head; and since the man was believed to be possessed by the divine spirit, we have here an undoubted example of a man-god slain to take away the sins and misfortunes of the people.
  Εάν ρωτήσουμε γιατί ένας θνήσκοντας θεός να επιλεγεί για να επιφορτιστεί και να μεταφέρει μακριά τις αμαρτίες και τις λύπες των ανθρώπων, μπορεί να προταθεί ότι στην πρακτική της χρήσης της θεότητας ως αποδιοπομπαίου τράγου έχουμε έναν συνδυασμό δύο εθίμων που ήταν κάποτε ξεχωριστά και ανεξάρτητα. Από τη μία πλευρά, έχουμε δει ότι ήταν συνηθισμένο να σκοτώνουν τον θεό —άνθρωπο ή ζώο— προκειμένου να σώσουν τη θεϊκή του ζωή από το να εξασθενίσει λόγω της εισβολής των γηρατειών. Από την άλλη πλευρά, έχουμε δει ότι ήταν συνηθισμένο να έχουμε μια γενική απέλαση των κακών και των αμαρτιών μία φορά το χρόνο. Τώρα, εάν συνέβαινε οι άνθρωποι να συνδυάσουν αυτά τα δύο έθιμα, το αποτέλεσμα θα ήταν η επιλογή του θνήσκοντα θεού ως αποδιοπομπαίου τράγου. Σκοτωνόταν αρχικά, όχι για να αφαιρέσει την αμαρτία, αλλά για να σώσει τη θεϊκή ζωή από τον εκφυλισμό των γηρατειών· αλλά, δεδομένου ότι έπρεπε να σκοτωθεί ούτως ή άλλως, οι άνθρωποι ίσως σκέφτηκαν ότι θα μπορούσαν επίσης να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία να φορτώσουν επάνω του το βάρος των δικών τους βασάνων και των αμαρτιών τους, προκειμένου να τα μεταφέρει μαζί του στον άγνωστο κόσμο πέρα από τον τάφο.







  ...But in civilised Greece the custom of the scapegoat took darker forms than the innocent rite over which the amiable and pious Plutarch presided. Κάθε φορά που η Μασσαλία, μια από τις πιο πολυσύχναστες και πιο λαμπρές ελληνικές αποικίες, ερημωνόταν από έναν λοιμό, ένας άντρας από τις φτωχότερες τάξεις συνήθιζε να προσφέρεται οικειοθελώς ως αποδιοπομπαίος τράγος. Για ένα ολόκληρο έτος τον συντηρούσαν με δημόσια έξοδα και τρεφόταν με διαλεκτά και αγνά φαγητά. Κατά τη λήξη του έτους τον έντυναν με ιερά ενδύματα, τον στόλιζαν με ιερά κλαδιά, και τον οδηγούσαν σε ολόκληρη την πόλη, ενώ εκφωνούσαν προσευχές για να πέσουν στο κεφάλι του όλα τα κακά του λαού. Στη συνέχεια τον εκδίωκαν από την πόλη ή τον λιθοβολούσαν μέχρι θανάτου οι άνθρωποι έξω από τα τείχη. Οι Αθηναίοι διατηρούσαν τακτικά έναν αριθμό από εξαθλιωμένα και άχρηστα όντα με δημόσια δαπάνη· και όταν οποιαδήποτε καταστροφή, όπως πανούκλα, ξηρασία ή λιμός, έπεφτε στην πόλη, θυσίασαν δύο από αυτούς τους απόβλητους αποδιοπομπαίους τράγους. Ένα από τα θύματα θυσιαζόταν για τους άνδρες και το άλλο για τις γυναίκες. Το πρώτο φορούσε γύρω από το λαιμό του μια σειρά από μαύρα, το δεύτερο μια σειρά από λευκά σύκα. Sometimes, it seems, the victim slain on behalf of the women was a woman. They were led about the city and then sacrificed, apparently by being stoned to death outside the city. But such sacrifices were not confined to extraordinary occasions of public calamity; it appears that every year, at the festival of the Thargelia in May, two victims, one for the men and one for the women, were led out of Athens and stoned to death.
  The city of Abdera in Thrace was publicly purified once a year, and one of the burghers, set apart for the purpose, was stoned to death as a scapegoat or vicarious sacrifice for the life of all the others; six days before his execution he was excommunicated, “in order that he alone might bear the sins of all the people”.


  Ο τρόπος με τον οποίο οι Έλληνες της Μικράς Ασίας τον έκτο αιώνα πριν από την εποχή μας, ασκούσαν το έθιμο του αποδιοπομπαίου τράγου ήταν ο εξής: Όταν μια πόλη υπέφερε από πανούκλα, πείνα ή άλλη δημόσια καταστροφή, ένα άσχημο ή παραμορφωμένο άτομο επιλεγόταν για να πάρει επάνω του όλα τα κακά που βασάνιζαν την κοινότητα. Τον μετέφεραν σε ένα κατάλληλο μέρος, όπου έβαζαν στο χέρι του αποξηραμένα σύκα, ένα καρβέλι κριθάρι και τυρί. Τότε τα έτρωγε. Στη συνέχεια, τον χτυπούσαν επτά φορές στα γεννητικά του όργανα με κρεμμύδες και κλαδιά άγριας συκιάς και άλλων άγριων δέντρων, ενώ τα φλάουτα έπαιζαν έναν ιδιαίτερο ρυθμό. Στη συνέχεια καιγόταν σε μια πυρά χτισμένη από ξύλα των δέντρων του δάσους· και οι στάχτες του ρίχνονταν στη θάλασσα. Ένα παρόμοιο έθιμο φαίνεται πως εορταζόταν κάθε χρόνο από τους Ασιατικούς Έλληνες στη γιορτή της συγκομιδής στη Θαργήλια.
  Στο τελετουργικό που μόλις περιγράψαμε, το μαστίγωμα του θύματος με κρεμμύδες, με κλαδιά άγριας συκιάς και ούτω καθεξής, δεν μπορεί να είχε σκοπό να επιβαρύνει τα βάσανα του, διαφορετικά οποιοδήποτε ραβδί θα ήταν αρκετά καλό για να τον χτυπήσουν. Το πραγματικό νόημα αυτού του μέρους της τελετής έχει εξηγηθεί από τον W. Mannhardt. Επισημαίνει ότι οι αρχαίοι απέδιδαν στις κρεμμύδες τη μαγική δύναμη του να αποτρέπουν την επίδραση του κακού, και ότι αναλόγως τις κρεμούσαν στις πόρτες των σπιτιών τους και τις χρησιμοποίησαν σε τελετές κάθαρσης.
Hence the Arcadian custom of whipping the image of Pan with squills at a festival, or whenever the hunters returned empty-handed, must have been meant, not to punish the god, but to purify him from the harmful influences which were impeding him in the exercise of his divine functions as a god who should supply the hunter with game. Αντίστοιχα, ο σκοπός του δαρμού του ανθρώπινου αποδιοπομπαίου τράγου στα γεννητικά όργανα με κρεμμύδες και ούτω καθεξής, πρέπει να ήταν το να απελευθερώσει την αναπαραγωγική του ενέργεια από οποιοδήποτε περιορισμό ή ξόρκι κάτω από το οποίο θα μπορούσε να βρισκόταν από κάποιον δαιμονικό ή άλλο μοχθηρό μάγο· and as the Thargelia at which he was annually sacrificed was an early harvest festival celebrated in May, we must recognise in him a representative of the creative and fertilising god of vegetation. The representative of the god was annually slain for the purpose I have indicated, that of maintaining the divine life in perpetual vigour, untainted by the weakness of age; and before he was put to death it was not unnatural to stimulate his reproductive powers in order that these might be transmitted in full activity to his successor, the new god or new embodiment of the old god, who was doubtless supposed immediately to take the place of the one slain. Similar reasoning would lead to a similar treatment of the scapegoat on special occasions, such as drought or famine. If the crops did not answer to the expectation of the husbandman, this would be attributed to some failure in the generative powers of the god whose function it was to produce the fruits of the earth. It might be thought that he was under a spell or was growing old and feeble. Accordingly he was slain in the person of his representative, with all the ceremonies already described, in order that, born young again, he might infuse his own youthful vigour into the stagnant energies of nature. Βάσει της ίδια αρχής μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο Mamurius Veturius ξυλοκοπήθηκε με ράβδους, γιατί ο σκλάβος στην τελετή της Χαιρώνειας ξυλοκοπήθηκε με λυγαριά (ένα δέντρο στο οποίο αποδίδονταν μαγικές ιδιότητες), γιατί επιτίθονταν στο ομοίωμα του Χάρου σε ορισμένα μέρη της Ευρώπης με ραβδιά και με πέτρες, και γιατί στη Βαβυλώνα ο εγκληματίας που έπαιζε τον θεό μαστιγωνόταν πριν να σταυρωθεί. Ο σκοπός του μαστιγώματος δεν ήταν να εντείνει την αγωνία του θεϊκού πάσχοντος, αλλά αντίθετα να διασκορπίσει τυχούσες μοχθηρές επιρροές με τις οποίες κατά την υπέρτατη στιγμή θα μπορούσε πιθανώς να βρεθεί αντιμέτωπος.


  If these considerations are just, we must apparently conclude that while the human victims at the Thargelia certainly appear in later classical times to have figured chiefly as public scapegoats, who carried away with them the sins, misfortunes, and sorrows of the whole people, at an earlier time they may have been looked on as embodiments of vegetation, perhaps of the corn but particularly of the fig-trees; and that the beating which they received and the death which they died were intended primarily to brace and refresh the powers of vegetation then beginning to droop and languish under the torrid heat of the Greek summer.







  Από κανέναν λαό το έθιμο της θυσίας του ανθρώπινου εκπροσώπου ενός θεού δε φαίνεται να έχει τηρηθεί τόσο συχνά και με τόση επισημότητα όσο από τους Αζτέκους του αρχαίου Μεξικού. Το τελετουργικό αυτών των αξιοσημείωτων θυσιών το γνωρίζουμε καλά, γιατί έχει περιγραφεί πλήρως από τους Ισπανούς που κατέκτησαν το Μεξικό τον δέκατο έκτο αιώνα, και των οποίων η περιέργεια ήταν φυσικό να εξαφθεί από την ανακάλυψη σε αυτήν την μακρινή περιοχή μιας βάρβαρης και σκληρής θρησκείας που παρουσίαζε πολλά περίεργα σημεία αναλογίας με το δόγμα και το τελετουργικό της δικής τους εκκλησίας. “They took a captive,” says the Jesuit Acosta, “such as they thought good; and afore they did sacrifice him unto their idols, they gave him the name of the idol, to whom he should be sacrificed, and apparelled him with the same ornaments like their idol, saying, that he did represent the same idol. And during the time that this representation lasted, which was for a year in some feasts, in others six months, and in others less, they reverenced and worshipped him in the same manner as the proper idol; and in the meantime he did eat, drink, and was merry. Όταν περνούσε από τους δρόμους, οι άνθρωποι έβγαιναν για να τον λατρέψουν, και όλοι του έφερναν ελεημοσύνη, με παιδιά και άρρωστους, για να τους θεραπεύσει και να τους ευλογήσει, ανεχόμενοι από αυτόν κάθε τι που τον ευχαριστούσε, μόνο που συνοδευόταν από δέκα ή δώδεκα άντρες για να μη τραπεί σε φυγή. Και αυτός (ως το τέλος τον υποδέχονταν με ευλάβεια καθώς περνούσε) μερικές φορές συνοδευόταν από τη μουσική ενός μικρού φλάουτου, ώστε οι άνθρωποι να προετοιμαστούν για να τον λατρέψουν. Η γιορτή όταν έφτανε, και εκείνος είχε παχύνει, τον σκότωναν, τον άνοιγαν και τον έτρωγαν, κάνοντας μια επίσημη θυσία με αυτόν.”


  ...Την ημέρα του φεστιβάλ αυτοί οι θνητοί θεοί και όλοι οι άλλοι κρατούμενοι, με εξαίρεση μερικούς που τους φύλαγαν για διαφορετικό θάνατο, σκοτώνονταν με τον συνήθη τρόπο. Το σκηνικό της σφαγής ήταν η πλατφόρμα στην κορυφή του ναού του θεού Ουιτζιλοπότστλι. Μερικοί από τους φτωχούς ταλαίπωρους λιποθυμούσαν όταν έφταναν στη βάση των σκαλοπατιών και έπρεπε να τους σύρουν ως την κορφή της μακριάς σκάλας από τα μαλλιά των κεφαλιών τους. Φτάνοντας στην κορυφή σφαγιάζονταν ένας προς έναν στην πέτρα της θυσίας από τον αρχιερέα, ο οποίος έσχιζε και άνοιγε το στήθος τους, έβγαζε τις καρδιές τους, και τις κρατούσε στον ήλιο, προκειμένου να τροφοδοτήσει το φωτεινό άστρο με αυτά τα ματωμένα απομεινάρια. Στη συνέχεια, τα σώματα σπρώχνονταν να κατρακυλήσουν στη σκάλα, θρυμματιζόμενα και περιστρεφόμενα ξανά και ξανά σαν κολοκύθες καθώς χτυπούσαν από σκαλί σε σκαλί μέχρι να φτάσουν στο έδαφος. Εκεί τους υποδέχονταν άλλοι ιερείς, ή μάλλον ανθρώπινοι χασάπηδες, οι οποίοι με επιδεξιότητα που αποκτήθηκε από την εξάσκηση έσχιζαν το πίσω μέρος κάθε σώματος από τον αυχένα του λαιμού ως τις φτέρνες και έβγαζαν ολόκληρο το δέρμα σε ένα μοναδικό κομμάτι τόσο επιδέξια σα να ήταν από πρόβατο. Το σώμα χωρίς δέρμα απομακρυνόταν στη συνέχεια από τον ιδιοκτήτη του, δηλαδή από τον άνθρωπο που είχε συλλάβει τον κρατούμενο σε πόλεμο. Το έπαιρνε σπίτι μαζί του, το έκοβε με ακρίβεια, έστελνε έναν από τους μηρούς στον βασιλιά, και άλλες αρθρώσεις σε φίλους, ή τους καλούσε να έρθουν να γιορτάσουν και να τραφούν από το πτώμα στο σπίτι του. Τα δέρματα των ανθρώπινων θυμάτων ήταν επίσης μια έκτακτη απολαβή για εκείνους που τους είχαν φυλακίσει, και δανείζονταν ή νοικιαζόντουσαν από αυτούς σε άνδρες που είχαν πάρει όρκο να περιφέρονται καλυμμένοι με αυτές τις δορές για είκοσι ημέρες. Such men clothed in the reeking skills of the butchered prisoners were called Xixipeme or Tototectin after the god Xipe or Totec, whose living image they were esteemed and whose costume they wore. Among the devotees who bound themselves to this pious exercise were persons who suffered from loathsome skin diseases, such as smallpox, abscesses and the itch; and among them there was a fair sprinkling of debauchees, who had drunk themselves nearly blind and hoped to recover the use of their precious eyes by parading for the month in this curious mantle. Thus arrayed, they went from house to house throughout the city, entering everywhere and asking alms for the love of God. On entering a house each of these reverent palmers was made to sit on a heap of leaves; festoons of maize and wreaths of flowers were placed round his body; and he was given wine to drink and cakes to eat. Και όταν μια μητέρα έβλεπε ένα από αυτά τα βρώμικα αλλά αγιασμένα υποκείμενα να περνάνε στο δρόμο, θα έτρεχε σε αυτόν με το βρέφος της και θα το έβαζε στην αγκαλιά του για να το ευλογήσει, κάτι το οποίο εκείνος έκανε με ζήλο, δεχόμενος σε αντάλλαγμα κάποια ελεημοσύνη από την ευτυχισμένη μητέρα. .... Στο τέλος των είκοσι ημερών τα δέρματα ήταν ξηρά, σκληρά, ζαρωμένα και συρρικνωμένα, και μύριζαν τόσο φρικτά που οι άνθρωποι κρατούσαν τις μύτες τους όταν συναντούσαν αυτούς τους ιερούς ζητιάνους τους παρατεταγμένους με τους δύσοσμους μανδύες. Σαν ερχόταν η ώρα να απαλλαγούν από τα βάρη τους, οι πιστοί αυτοί περπατούσαν σε μια επίσημη πομπή, φορώντας τα σάπια δέρματα, μυρίζοντας σαν νεκρά σκυλιά, στο ναό που ονομάζεται Γιοπίκο, όπου γδύνονταν από τις δορές και τις βύθιζαν σε μια μπανιέρα ή κάδο και εν συνεχεία πλένονταν οι ίδιοι και τρίβονταν παντού, ενώ οι φίλοι τους χτυπούσαν ηχηρά τα γυμνά τους σώματα με βρεγμένα χέρια για να συμπιέσουν και να βγάλουν το ανθρώπινο λίπος με το οποίο ήταν κορεσμένα. Τέλος, τα δέρματα θάβονταν με επισημότητα, ως ιερά λείψανα, σε έναν θάλαμο του ναού. Η τελετή της ταφής συνοδευόταν από ψαλμούς και την παρακολουθούσε όλος ο κόσμος· και όταν τελείωνε, ένας από τους υψηλούς αξιωματούχους έβγαζε ένα κήρυγμα στο συγκεντρωμένο πλήθος, στο οποίο αναλογιζόταν με συγκινητική ευγλωττία για την ουσία και τη δυστυχία της ανθρώπινης ύπαρξης και προέτρεπε τους ακροατές του να ζήσουν μια νηφάλια και ήσυχη ζωή, να καλλιεργήσουν τις αρετές του σεβασμού, της σεμνότητας, της ταπεινότητας και της υπακοής, να είναι ευγενικοί και φιλανθρωπικοί στους φτωχούς και στους ξένους· τους προειδοποιούσε για τις αμαρτίες της ληστείας, της πορνείας, της μοιχείας και της απληστίας· και διάπυρος με τη λάμψη της ρητορικής του, νουθετούσε με πάθος, ικέτευε και εκλιπαρούσε όλους όσους τον άκουγαν να επιλέξουν το καλό και να αποφύγουν το κακό, σχεδιάζοντας μια φοβερή εικόνα των δεινών που θα τύλιγαν τους κακούς εδώ και μετά από εδώ, ενώ ζωγράφιζε με σαγηνευτικά χρώματα τη συσσωρευμένη ευδαιμονία για τους δίκαιους και τις ανταμοιβές που θα μπορούσαν να περιμένουν πως θα λάβουν στα χέρια της θεότητας στην κατοπινή ζωή.


  ...We may conjecture that by donning the skins of men who had acted the part of gods they expected to slough off their own deceased old skins and to acquire new and healthy skins, like those of deities. This notion may have been suggested to them by the observation of certain animals, such as serpents and lizards, which seem to renew their youth by casting their skins and appear refreshed and renovated in new integuments. That many savages have noticed such transformations in the animal world is proved by the tales which some of them tell to account for the origin of the death among mankind. .... Stories of the same sort are current among the Melanesians. Έτσι, οι ιθαγενείς της χερσονήσου της Γκαζέλ στη Νέα Βρετανία εξηγούν την προέλευση του θανάτου με μια ιστορία που μοιάζει πολύ με εκείνη που λέγεται στο Ανάμ. Το καλό πνεύμα, λένε, αγαπούσε τους ανθρώπους και ήθελε να τους κάνει αθάνατους, αλλά μισούσε τα φίδια και ήθελε να τα σκοτώσει. Έτσι απέστειλε τον αδερφό του στην ανθρωπότητα με αυτό το ενθαρρυντικό μήνυμα: «Πήγαινε στους ανθρώπους και δώσε τους το μυστικό της αθανασίας. Πες τους να αλλάζουν το δέρμα τους κάθε χρόνο. Έτσι θα προστατεύονται από το θάνατο, γιατί η ζωή τους θα ανανεώνεται συνεχώς. Αλλά πες στα ερπετά ότι από εδώ και στο εξής πρέπει να πεθαίνουν.» Μέσω της απροσεξίας ή της προδοσίας του αγγελιοφόρου, αυτό το μήνυμα αντιστράφηκε· έτσι ώστε τώρα, όπως όλοι γνωρίζουμε, οι άνθρωποι πεθαίνουν και τα ερπετά ζουν για πάντα αλλάζοντας κάθε χρόνο τα δέρματά τους.


  In the eighteenth and last month of their year, which fell in January, the Mexicans held a γιορτή προς τιμήν του θεού της φωτιάς. Κάθε τέταρτο έτος η γιορτή εορταζόταν σε μεγάλη κλίμακα με τη θυσία ενός μεγάλου αριθμού ανδρών και γυναικών, συζύγων, οι οποίοι ήταν ντυμένοι με τα ενδύματα του θεού της φωτιάς και θεωρούνταν οι ζωντανές εικόνες του. Δεμένοι χειροπόδαρα, ρίχτονταν ζωντανοί σε ένα μεγάλο φούρνο, και αφού ψήνονταν μέσα του για λίγο τους τραβούσαν έξω από τη φωτιά πριν να πεθάνουν ώστε να επιτρέψουν στον ιερέα να κόψει τις καρδιές από τα καψαλισμένα, φουσκαλιασμένα, και ακόμα σφαδάζοντα σώματα με τον συνηθισμένο τρόπο. Η πρόθεση της θυσίας ήταν πιθανά να διατηρήσει τον Θεό της Φωτιάς σε πλήρη ισχύ, μήπως και μεγαλώσει υπερβολικά ή ακόμα και πεθάνει από γηρατειά, και έτσι η ανθρωπότητα στερηθεί τις πολύτιμες υπηρεσίες του.







  Η ομοιότητα μεταξύ των Σατουρναλίων της αρχαίας και του Καρναβαλιού της σύγχρονης Ιταλίας έχει συχνά σχολιαστεί· ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα που έχουν παρατηρηθεί, μπορούμε να ρωτήσουμε εάν η ομοιότητα δεν ισοδυναμεί με ταυτότητα. Έχουμε δει ότι στην Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία, δηλαδή στις χώρες όπου η επιρροή της Ρώμης ήταν βαθύτερη και πιο διαρκής, ένα εξέχον χαρακτηριστικό του καρναβαλιού είναι η παρωδιακή φιγούρα που προσωποποιεί την εορταστική περίοδο, η οποία μετά από μια σύντομη καριέρα δόξας και ασωτίας βάλλεται δημόσια, καίγεται ή καταστρέφεται με άλλο τρόπο, προκαλώντας την προσποιητή θλίψη ή την γνήσια απόλαυση του πληθυσμού. Εάν η άποψη που προτείνεται εδώ για το Καρναβάλι είναι σωστή, αυτό το τραγελαφικό πρόσωπο δεν είναι άλλο από έναν άμεσο διάδοχο του παλιού Βασιλιά των Σατουρναλίων, του κυρίαρχου του κεφιού, του πραγματικού ανθρώπου που προσωποποιούσε τον Κρόνο και που, όταν τελείωναν τα γλέντια, υπέφερε έναν πραγματικό θάνατο στον αναληφθέντα ρόλο του.
  Στη σύγχρονη εποχή, η άφεση των αμαρτιών του καρναβαλιού ακολουθείται αμέσως από την αποχή της σαρακοστής· και αν το Καρναβάλι είναι ο άμεσος απόγονος των Σατουρναλίων, δε μπορεί να είναι η σαρακοστή με τον ίδιο τρόπο απλά η συνέχιση, κάτω από μια λεπτή μεταμφίεση, μιας περιόδου εγκράτειας που τηρούταν κάθε χρόνο, από δεισιδαιμονικά κίνητρα, από Ιταλούς αγρότες πολύ πριν από τη χριστιανική εποχή; Άμεσα αποδεικτικά στοιχεία για αυτό, από όσο γνωρίζω δεν είναι διαθέσιμα· αλλά έχουμε δει ότι μια πρακτική αποχής από σαρκικές επιθυμίες έχει παρατηρηθεί από διάφορους ανθρώπους ως συμπαθητική γητεία για την ενίσχυση της ανάπτυξης του σπόρου· και μια τέτοια παρατήρηση θα ήταν η κατάλληλη συνέχεια για τα Σατουρνάλια, εάν η γιορτή αρχικά πραγματοποιούταν όντως, όπως υποθέτω, την άνοιξη ως θρησκευτική ή μαγική προετοιμασία για τη σπορά και τη φύτευση. When we consider how widely diffused is the belief in the sympathetic influence which human conduct, and especially the intercourse of the sexes, exerts on the fruits of the earth, we may be allowed to conjecture that η νηστεία της σαρακοστής, με τον κανόνα της εγκράτειας που συστήνεται, αν δεν επιβάλλεται αυστηρά, από τις καθολικές και τις κοπτικές εκκλησίες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, προοριζόταν στην πηγή του, όχι τόσο για να υπενθυμίσει τα βάσανα ενός θνήσκοντα θεού, όσο για να προωθήσει την ανάπτυξη του σπόρου, τον οποίο τις πρώτες κρύες μέρες της άνοιξης ο άντρας δεσμεύει επίφοβα και με άγχος στον κόρφο της γυμνής γης. Οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί προβληματίστηκαν στο να πουν γιατί, μετά από πολύ δισταγμό και μεγάλη ποικιλία εφαρμογής της σε διαφορετικά μέρη, η χριστιανική εκκλησία υιοθέτησε τελικά σαράντα ημέρες ως την κατάλληλη περίοδο για την πένθιμη γιορτή της σαρακοστής. Ίσως κατά την λήψη αυτής της απόφασης οι αρχές καθοδηγήθηκαν, όπως έχουν κάνει τόσο συχνά, από την αναγνώριση της σημασίας μιας υπάρχουσας ειδωλολατρικής γιορτής παρόμοιου χαρακτήρα και διάρκειας που ήλπιζαν με μια αλλαγή ονόματος να τη μετατρέψουν σε επίσημη χριστιανική γιορτή.
  Μια τέτοια ειδωλολατρική σαρακοστή μπορεί να βρέθηκε στις τελετές της Περσεφόνης, της ελληνικής θεάς του καλαμποκιού, της οποίας την εικόνα, σκαλισμένη από ένα δέντρο, την μετέφεραν κάθε χρόνο μέσα στις πόλεις, την θρηνούσαν για σαράντα νύχτες, και εν συνεχεία την έκαιγαν.
The time of year when these lamentations took place is not mentioned by the old Christian writer who records them; but they would fall most appropriately at the season when the seed was sown or, in mythical language when the corn-goddess was buried, which in ancient Italy, as we saw, was done above all in the months of February and March. We know that at the time of the autumnal sowing Greek women held a sad and serious festival because the Corn-goddess Persephone or the Maiden, as they called her, then went down into the earth with the sown grain, and Demeter fondly mourned her daughter’s absence; hence in sympathy with the sorrowful mother the women likewise mourned and observed a solemn fast and abstained from the marriage bed. It is reasonable, therefor, to suppose that they practiced similar rules of mourning and abstinence for a like reason at the time of the spring sowing, and that the ancient ritual survives in the modern Lent, which preserves the memory of the Mater Dolorosa, though it has substituted a dead Son for a dead Daughter.


  Be that as it may, αξίζει να σημειωθεί ότι στη Βιρμανία μια παρόμοια νηστεία, την οποία οι άγγλοι συγγραφείς αποκαλούν Βουδιστική Σαρακοστή, παρατηρείται για τρεις μήνες κάθε χρόνο, ενόσω το όργωμα και η σπορά των χωραφιών προχωρά· και το έθιμο πιστεύεται ότι είναι κατά πολύ παλαιότερο από τον βουδισμό, ο οποίος απλώς του έδωσε μια επιφανειακή χροιά όπως το βερνίκι του χριστιανισμού το οποίο, αν έχω δίκιο, επικάλυψε έναν παλιό ιερατικό ειδωλολατρικό κώδικα στη μορφή της σαρακοστής. Αυτή η σαρακοστή της Βιρμανίας, μας λένε, καλύπτει την περίοδο των βροχών από την πανσέληνο του Ιουλίου έως την πανσέληνο του Οκτωβρίου.







  ...Here then at the great sanctuary of the goddess in Zela it appears that her myth was regularly translated into action; η ιστορία της αγάπης της και του θανάτου του θεϊκού εραστή της αναπαριστανόταν τον ένα χρόνο μετά τον άλλο, ως ένα είδος μυστηριώδους θεατρικού έργου, από άνδρες και γυναίκες που ζούσαν για μια εποχή και κάποιες φορές πέθαιναν ενσαρκώνοντας τον χαρακτήρα των φανταστικών όντων που προσωποποιούσαν. The intention of these sacred dramas, we may be sure, was neither to amuse nor to instruct an idle audience, and as little were they designed to gratify the actors, to whose baser passions they gave the reins for a time. They were solemn rites which mimicked the doings of divine beings, because man fancied that by such mimicry he was able to arrogate to himself the divine functions and to exercise them for the good of his fellows. The operations of nature, to his thinking, were carried on by mythical personages very like himself; and if he could only assimilate himself to them completely he would be able to wield all their powers. This is probably the original motive of most religious dramas or mysteries among rude peoples. Τα δράματα παίζονται, τα μυστήρια λαβαίνουν χώρα όχι για να διδάξουν στους θεατές τα δόγματα της πίστης τους, ακόμα λιγότερο για να τους διασκεδάσουν, αλλά με σκοπό να προκαλέσουν στη φύση τα όσα αναπαριστούν με μυθική μεταμφίεση· με μια λέξη, είναι μαγικές τελετές and their mode of operation is mimicry or sympathy. We shall probably not err in assuming that many myths, had once their counterpart in magic; in other words that they used to be acted as a means of producing in fact the events which they describe in figurative language.


  Thus the dramatic performances of these primitive peoples are in fact religious or oftener perhaps magical ceremonies, and τα τραγούδια ή οι απαγγελίες που τα συνοδεύουν είναι μαγικές ρήσεις ή ξόρκια.
  Certainly οι Αθηναίοι στην ακμή του λαμπρού πολιτισμού τους διατήρησαν μια ζωντανή αίσθηση της θρησκευτικής κληρονομιάς των δραματικών παραστάσεων· γιατί τις συνέδεσαν άμεσα με τη λατρεία του Διονύσου και επέτρεπαν να λαβαίνουν χώρα μόνο κατά τη διάρκεια των γιορτών του θεού. Στην Ινδία, επίσης, το δράμα φαίνεται να αναπτύχτηκε μέσα από τους θρησκευτικούς χορούς ή τις παντομίμες, in which the actors recited the deeds and played the parts of national gods and heroes.
  ...Τα συμπεράσματα στα οποία θα φτάναμε αναφορικά με το μύθο της Σεμίραμις και των εραστών της, πιθανότατα εφαρμόζονται ικανοποιητικά σε όλες τις παρόμοιες ιστορίες που υπήρχαν στην αρχαιότητα σε κάθε σημείο της Ανατολής· συγκεκριμένα, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι εφαρμόζονται στους μύθους της Αφροδίτης και του Άδωνη στη Συρία, της Κυβέλης και του Άττη στη Φρυγία, και της Ίσιδας και του Όσιρη στην Αίγυπτο. Αν θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε τα ίχνη αυτών των ιστοριών ως την πηγή τους, ίσως διαπιστώναμε ότι σε κάθε περίπτωση ένα ανθρώπινο ζευγάρι έπαιζε κάθε χρόνο τους ρόλους της αγαπημένης θεάς και του θνήσκοντος θεού. Γνωρίζουμε ότι μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους ο Άττης προσωποποιήθηκε από ιερείς που έφεραν το όνομά του· και αν εντός της περιόδου για την οποία έχουμε γνώση, ο νεκρός Άττης και ο νεκρός Άδωνης εκπροσωπούνταν μόνο από ομοιώματα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν ήταν πάντα έτσι, και ότι και στις δύο περιπτώσεις ο νεκρός θεός εκπροσωπήθηκε κάποτε από έναν νεκρό άντρα. Επιπλέον, η άδεια που δόθηκε στον άντρα που έπαιζε τον θνήσκοντα θεό στη Σάκαια συνηγορεί έντονα υπέρ της υπόθεσης ότι πριν η ενσαρκωμένη θεότητα θανατωθεί δημόσια, σε όλες τις περιπτώσεις του επιτρεπόταν, ή μάλλον ήταν υποχρεωμένος να απολαμβάνει τις αγκαλιές μιας γυναίκας που έπαιζε τη θεά του έρωτα. Τον λόγο για μια τέτοια επιβεβλημένη ένωση του ανθρώπινου θεού και της ανθρώπινης θεάς δεν είναι δύσκολο να τον μαντέψουμε. Εάν ο πρωτόγονος άνδρας πιστεύει ότι η ανάπτυξη των καλλιεργειών μπορεί να διεγερθεί με τη συνουσία των κοινών ανδρών και γυναικών, τι καταρράχτες ευλογίας δεν θα περιμένει από τη συνεύρεση ενός ζευγαριού το οποίο η φαντασία του επενδύει με όλη την αξιοπρέπεια και τις δυνάμεις των θεών της γονιμότητας;







  ...Now, when we consider the close correspondence in character as well as in date between the Jewish Purim and the Christian Carnival, and remember further that the effigy of Carnival, which is now destroyed at this merry season, had probably its prototype in a living man who was put to violent death in the character of Saturn at the Saturnalia, αναλογικά αυτό θα σήμαινε πως σε προηγούμενες εποχές οι Εβραίοι, όπως οι Βαβυλώνιοι, από τους οποίους φαίνεται να δανείστηκαν το Πουρίμ, μπορεί κάποτε να έκαιγαν, να κρεμούσαν ή να σταύρωναν έναν πραγματικό άνθρωπο που υποδυόταν τον Χαμάν. Into this troubled area I prefer not to enter; I will only observe that so far as I have looked into the alleged cases, and these are reported is sufficient detail, the majority of the victims are said to have met their fate in spring, often in the week before Easter. But ανάμεσα στο στάδιο όπου η ανθρώπινη θυσία διαδραματίζεται αδιατάραχτη στο γυμνό φως της μέρας, και στο στάδιο εκείνο όπου έχει οδηγηθεί μακριά από τα μάτια των ανθρώπων, σε σκοτεινά ερημικά σημεία και γωνιές, μεσολαβεί μια περίοδο κατά την οποία το έθιμο αργά υποχωρεί κάτω από το αυξανόμενο φως της γνώσης και της φιλανθρωπίας. Σε αυτήν τη μέση περίοδο καταφεύγουν σε πολλά τεχνάσματα με σκοπό να διατηρήσουν το παλιό τελετουργικό σε μια μορφή που δεν θα προσβάλει τη νέα ηθική. Ένα διαδεδομένο και επιτυχημένο τέχνασμα είναι να ολοκληρώσουν τη θυσία χρησιμοποιώντας έναν κακοποιό, του οποίου ο θάνατος στο βωμό ή αλλού είναι πολύ λίγο πιθανό να διεγείρει οίκτο ή αγανάκτηση, καθώς παίρνει τον χαρακτήρα μιας τιμωρίας, και οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ότι εάν ο εγκληματίας δεν είχε αντιμετωπιστεί έτσι από τον ιερέα, θα ήταν αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον να τον παραδώσουν στον δήμιο. Δε φαίνεται λοιπόν διόλου απίθανο ότι οι Εβραίοι, όταν δανείστηκαν το φεστιβάλ της Σάκαιας από τη Βαβυλώνα υπό το νέο όνομα Πουρίμ, θα πρέπει να δανείστηκαν μαζί με αυτό και το έθιμο να θανατώνουν έναν κακοποιό ο οποίος, αφού μασκαρευόταν ως Μόρντεκαϊ με ένα στέμμα και με βασιλικό ένδυμα, απαγχονιζόταν ή σταυρωνόταν προσωποποιώντας τον χαρακτήρα του Χαμάν.
  Στο φεστιβάλ της Σάκαιας, αν έχω δίκιο, ένας άντρας που προσωποποιούσε έναν θεό ή ήρωα του τύπου του Ταμμούζ ή του Άδωνη, απολάμβανε τις εύνοιες μιας γυναίκας, πιθανώς μιας ιερής πόρνης, που αναπαριστούσε τη μεγάλη σημιτική θεά Ιστάρ ή Αστάρτη· και αφού είχε έτσι εκπληρώσει το ρόλο του στην εξασφάλιση, μέσω συμπαθητικής μαγείας, της αναβίωσης της φυτικής ζωής την άνοιξη, τον θανάτωναν. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι τον θάνατο αυτού του θεϊκού άνδρα τον θρηνούσαν οι πιστοί του, και ειδικά οι γυναίκες, με τον ίδιο τρόπο όπως οι γυναίκες της Ιερουσαλήμ έκλαιγαν για τον Ταμμούζ στην πύλη του ναού, και καθώς τα κορίτσια της Συρίας θρηνούσαν τον νεκρό Άδωνη
, while the river ran red with his blood. Such rites appear, in fact, to have been common all over Western Asia; the particular name of the dying god varied in different places, but in substance the ritual was the same. Fundamentally, the custom was a religious or rather magical ceremony intended to ensure the revival and reproduction of life in spring.







  An eminent scholar has recently pointed out the remarkable resemblance between the treatment of Christ by the Roman soldiers at Jerusalem and the treatment of the mock king of the Saturnalia by the Roman soldiers at Durostorum; and he would explain the similarity by supposing that the soldiers ridiculed the claims of Christ to a divine kingdom by arraying him in the familiar garb of old King Saturn, whose quaint person figured so prominently at the winter revels.


  Αλλά όσο στενά κι αν τα πάθη του Χριστού μοιάζουν με τη μεταχείριση του ψεύτικου βασιλιά στα Σατουρνάλια, μοιάζουν ακόμα πιο πολύ με τη μεταχείριση του ψεύτικου βασιλιά στη Σάκαια. Η περιγραφή της κοροϊδίας από τον Άγιο Ματθαίο είναι η πληρέστερη. Αναφέρει τα εξής: «Τότε απελευθέρωσε τον Βαραββά προς αυτούς: και αφού σάρκασε τον Ιησού, τον παρέδωσε για να σταυρωθεί. Στη συνέχεια, οι στρατιώτες του κυβερνήτη πήραν τον Ιησού στην κοινή αίθουσα και μαζεύτηκε γύρω του ολόκληρη η ομάδα των στρατιωτών. Και τον απογύμνωσαν και του έβαλαν επάνω του ένα πορφυρό ένδυμα. Και αφού είχαν πλέξει ένα στεφάνι από αγκάθια, το έβαλαν στο κεφάλι του, και ένα καλάμι στο δεξί του χέρι: και έσκυβαν γονατιστοί μπροστά του, και τον κορόιδευαν, λέγοντας, Χαίρε, Βασιλιά των Εβραίων! Και τον έφτυναν, και του πήραν το καλάμι και τον χτυπούσαν στο κεφάλι. Και μετά που τον είχαν κοροϊδέψει, του έβγαλαν το ρούχο, και του έβαλαν τη δική του ενδυμασία, και τον πήραν μαζί τους για να τον σταυρώσουν.»
  Συγκρίνετε αυτό με τη μεταχείριση του ψεύτικου βασιλιά της Σάκαιας, όπως περιγράφεται από τον Δίων τον Χρυσόστομο: «Παίρνουν έναν από τους κρατούμενους που καταδικάστηκαν σε θάνατο και τον καθίζουν στο θρόνο του βασιλιά, και του δίνουν την ενδυμασία του βασιλιά, και τον αφήνουν να συμπεριφέρεται σαν αφέντης και να πίνει και να αποχαλινώνεται και να χρησιμοποιεί τις παλλακίδες του βασιλιά κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών, και κανένας δεν τον εμποδίζει να κάνει ό,τι ακριβώς του αρέσει. Όμως μετά τον γδύνουν και τον χλευάζουν και τον σταυρώνουν.»


  We have seen reason to think that the Jewish festival of Purim is at a continuation, under a changed name, of the Babylonian Sacaea, and that in celebrating it by the destruction of an effigy of Haman the modern Jews have kept up a reminiscence of the ancient custom of crucifying or hanging a man in the character of a god at the festival. Δεν είναι πιθανό ότι σε προγενέστερο χρόνο μπορεί, όπως και οι ίδιοι οι Βαβυλώνιοι, να ανάγκαζαν τακτικά έναν καταδικασμένο εγκληματία να παίξει τον τραγικό ρόλο, και ότι ο Χριστός αφανίστηκε έτσι υποδυόμενος τον χαρακτήρα του Χαμάν; Η ομοιότητα μεταξύ του απαγχονισμένου Χαμάν και του σταυρωμένου Χριστού εντυπωσίαζε και τους ίδιους τους πρώτους Χριστιανούς· και κάθε φορά που οι Εβραίοι κατέστρεφαν ένα ομοίωμα του Χαμάν, κατηγορούνταν από τους χριστιανούς γείτονές τους ότι χλευάζουν το πιο ιερό μυστήριο της νέας πίστης.
  Η υπόθεση ότι η σταύρωση με όλον τον σκληρό χλευασμό της δεν ήταν μια τιμωρία που επινοήθηκε ειδικά για τον Χριστό, αλλά ήταν απλώς η μοίρα που περίμενε κάθε χρόνο τον κακοποιό που έπαιζε τον ρόλο του Χαμάν, φαίνεται να δίνει κάποια διέξοδο προς ανακούφιση της αφήγησης του Ευαγγελίου από ορισμένες δυσκολίες που αλλιώς το καταπονούν. If, as we read in the Gospels, Pilate was really anxious to save the innocent man whose fine bearing seems to have struck him, what was to hinder him from doing so? He had the power of life and death; why should he not have exercised it on the side of mercy, if his own judgment inclined that way? His reluctant acquiescence in the importunate demand of the rabble becomes easier to understand if we assume that custom obliged him annually at this season to give up to them a prisoner on whom they might play their cruel pranks. Υπό αυτή την υπόθεση ο Πιλάτος δεν είχε καμία δύναμη να αποτρέψει τη θυσία· το περισσότερο που μπορούσε να κάνει ήταν να επιλέξει το θύμα.
  Και πάλι, σκεφτείτε την αξιοπρόσεκτη δήλωση των Ευαγγελιστών πως ο Πιλάτος ανάρτησε πάνω από το σταυρό μια επιγραφή που δήλωνε ότι ο άνθρωπος που κρεμόταν εκεί ήταν βασιλιάς των Εβραίων. Είναι πιθανό πως στη βασιλεία του Τιβερίου ένας Ρωμαίος κυβερνήτης, με το φόβο του ζηλότυπου και δεισιδαίμονα γέρου αυτοκράτορα μπροστά στα μάτια του, θα είχε αποτολμήσει, ακόμη και ως παρωδία, την επίδειξη μια στασιαστικής αξίωσης τέτοιου είδους, εκτός αν ήταν ο συνήθης ακολουθούμενος τρόπος σε τέτοιες περιπτώσεις, παραδεκτός από το έθιμο, και ως εκ τούτου μη πιθανό να παρερμηνευθεί ως προδοσία από την κακεντρέχεια των πληροφοριοδοτών και τους φόβους ενός τυράννου;
  But if the tragedy of the ill-fated aspirant after royal honours was annually enacted at Jerusalem by a prisoner who perished on the cross, it becomes probable that the part of his successful rival was also played by another actor who paraded in the same kingly trappings but did not share the same fate. If Jesus was the Haman of the year, where was the Mordecai? Perhaps we may find him in Barabbas.
  We are told by the Evangelists that at the feast which witnessed the crucifixion of Christ it was the custom for the Roman governor to release one prisoner, whomsoever the people desired, and that Pilate, convinced of the innocence of Jesus, attempted to persuade the multitude to choose him as the man who should go free. But, hounded on by the priests and elders who had marked out Jesus for destruction, the rabble would not hear of this, and clamoured for the blood of Jesus, while they demanded the release of a certain miscreant, by name Barabbas, who lay in gaol for murder and sedition. Accordingly Pilate had to give way: Ο Χριστός σταυρώθηκε και ο Βαραββάς απελευθερώθηκε. Τώρα ποιος, μπορούμε να ρωτήσουμε, ήταν ο λόγος για την απελευθέρωση ενός κρατουμένου σε αυτό το φεστιβάλ;
  ...A curious confirmation of this conjecture is supplied by a passage in the writings of Philo the Jew, who lived at Alexandria in the time of Christ. He tells us that when Agrippa, the grandson of Herod, had received the crown of Judea from Caligula at Rome, the new king passed through Alexandria on his way to his own country. The disorderly populace of that great city, animated by a hearty dislike of his nation, seized the opportunity of venting their spite by publicly defaming and ridiculing the Jewish monarch. Among other things they laid hold of a certain harmless lunatic named Carabas, who used to roam the streets stark naked, the butt and laughing-stock of urchins and idlers. This poor wretch they set up in a public place, clapped a paper crown on his head, thrust a broken reed into his hand by way of a sceptre, and having huddled a mat instead of a royal robe about his naked body, and surrounded him with a guard of bludgeonmen, they did obeisance to him as to a king and made a show of taking his opinion on questions of law and policy. To point the jest unmistakably at the Syrian king Agrippa, the bystanders raised cries of ‘Marin! Marin!’ which they understood to be the Syrian word for ‘lord’. This mockery of the Jewish king closely resembles the mockery of Christ; and the joke, such as it was, would receive a keener edge if we could suppose that the riff-raff of Alexandria were familiar with the Jewish practice of setting up a sham king on certain occasions, and that they meant by implication to ridicule the real King Agrippa by comparing him to his holiday counterfeit. May we go a step further and conjecture that one at least of the titles of the mock king of the Jews was regularly Barabbas? The poor imbecile who masqueraded in a paper crown at Alexandria was probably a Jew, otherwise the jest would have lost much of its point; and his name, according to the Greek manuscripts of Philo, was Carabas. Όμως η λέξη Καραβάς δεν έχει νόημα στα Εβραϊκά, ενώ Βαραββάς είναι μια σωστά διαμορφωμένη εβραϊκή λέξη που σημαίνει «Υιός του Πατέρα». Η παλαιογραφική διαφορά μεταξύ των δύο μορφών είναι μικρή, και ίσως δύσκολα θα θεωρηθεί πολύ απερίσκεπτο αν υποθέσουμε ότι στο εν λόγω απόσπασμα ο ίδιος ο Φίλων έγραψε Βαραββάς, το οποίο ένας Έλληνας αντιγραφέας, αγνοώντας τα Εβραϊκά, στη συνέχεια αλλοίωσε σε Καραβάς. Εάν αυτό γινόταν δεκτό, θα πρέπει ακόμη να υποθέσουμε ότι τόσο ο Φίλων όσο και οι συγγραφείς των Ευαγγελίων διέπραξαν το λάθος να μεταχειριστούν ως όνομα ενός ατόμου εκείνο που στην πραγματικότητα ήταν τίτλος αξιώματος.


  Έτσι, η υπόθεση που, με μεγάλη διστακτικότητα, θα πρότεινα για εξέταση είναι αυτή. Ήταν εθιμικό, μπορούμε να υποθέσουμε, για τους Εβραίους στο Πουρίμ, ή ίσως περιστασιακά το Πάσχα, να επιλέγουν δύο κρατούμενους για να παίξουν αντίστοιχα τους ρόλους του Χαμάν και του Μόρντεκαϊ στο έργο των παθών που αποτελούσε κεντρικό χαρακτηριστικό του φεστιβάλ. Και οι δύο άνδρες παρήλαυναν για λίγο με το έμβλημα του βασιλικού αξιώματος, αλλά οι μοίρες τους ήταν διαφορετικές· γιατί ενώ στο τέλος της παράστασης, αυτός που έπαιζε τον Χαμάν απαγχονιζόταν ή σταυρωνόταν, εκείνος που προσωποποιούσε τον Μόρντεκαϊ και έφερε στην κοινή διάλεκτο τον τίτλο του Βαραββά αφηνόταν ελεύθερος. Ο Πιλάτος, αντιλαμβανόμενος την ασημαντότητα της φύσης των κατηγοριών που εκτόξευαν εναντίον του Ιησού, προσπάθησε να πείσει τους Εβραίους να τον αφήσουν να παίξει τον ρόλο του Βαραββά, ο οποίος θα είχε σώσει τη ζωή του· αλλά η φιλεύσπλαχνη προσπάθεια απέτυχε και ο Ιησούς χάθηκε στο σταυρό προσωποποιώντας τον Χαμάν.


  ...Οι δύο χαρακτήρες, όπως προσπάθησα να δείξω, δεν είναι πιθανά τίποτα άλλο από δύο διαφορετικές όψεις της ίδιας θεότητας που θεωρείται τη μία στιγμή ως νεκρή και την άλλη ως αναστημένη.
  Για να ολοκληρώσω αυτόν τον συλλογισμό, αποτολμώ να προβάλλω υπέρ του, ότι φαίνεται να ρίχνει νέο φως σε ορισμένες από τις αιτίες που συνέβαλαν στην αξιοπρόσεκτα γρήγορη διάδοση του Χριστιανισμού στη Μικρά Ασία. Γνωρίζουμε από μια διάσημη επιστολή του Πλίνιου του Νεότερου που απευθύνεται στον Αυτοκράτορα Τραϊανό το έτος 112 μ.Χ. ότι περίπου από την αρχή της εποχής μας, λιγότερο από εκατό χρόνια μετά το θάνατο του Ιδρυτή της, ο Χριστιανισμός είχε κάνει τέτοιους δρασκελισμούς στη Βιθυνία και τον Πόντο που όχι μόνο πόλεις αλλά χωριά και αγροτικές περιοχές είχαν επηρεαστεί από αυτόν, και ότι πλήθη και από τα δύο φύλα και κάθε ηλικίας και κάθε κοινωνικής τάξης αναγνώριζαν τα δόγματα του· πράγματι, τα πράγματα είχαν προχωρήσει τόσο πολύ που οι ναοί σχεδόν ερημώθηκαν, οι ιερές τελετές της δημόσιας θρησκείας σταμάτησαν, και σχεδόν δεν μπορούσε να βρεθεί αγοραστής για τα θύματα των θυσιών. Είναι λοιπόν προφανές ότι η νέα πίστη είχε στοιχεία μέσα της, τα οποία είλκυαν ισχυρά το ασιατικό μυαλό. Ποια ήταν αυτά τα στοιχεία, η παρούσα έρευνα ίσως έχει αποκαλύψει σε κάποιο βαθμό. Έχουμε δει ότι η αντίληψη του θνήσκοντος και αναστημένου θεού δεν ήταν κάτι νέο σε αυτές τις περιοχές. Σε όλη τη Δυτική Ασία, από αμνημονεύτων χρόνων, ο θρηνώδης θάνατος και η ευτυχισμένη ανάσταση ενός θεϊκού όντος φαίνεται να γιορταζόταν ετησίως με εναλλασσόμενες τελετές πικρού οδυρμού και θριαμβευτικής χαράς.


  Ένας άντρας, που η επιεικής φαντασία των πιστών του επένδυσε με τα χαρακτηριστικά ενός θεού, έδωσε τη ζωή του για τη ζωή του κόσμου· αφού ενστάλαξε από το δικό του σώμα ένα φρέσκο ρεύμα ζωτικής ενέργειας στις στάσιμες φλέβες της φύσης, αποκόπηκε από τους ζωντανούς πριν η δύναμή του που εξασθενούσε να πυροδοτήσει μια καθολική παρακμή, και τη θέση του πήρε κάποιος άλλος που έπαιζε, όπως όλοι οι προκάτοχοί του, το συνεχώς επαναλαμβανόμενο δράμα της θεϊκής ανάστασης και του θανάτου.


  ...Το χτύπημα που δόθηκε στον Γολγοθά προκάλεσε την ομόφωνη δόνηση από χίλιες προσμένουσες χορδές, οπουδήποτε οι άνθρωποι είχαν ακούσει την παλιά, παλιά ιστορία του θνήσκοντος και αναστημένου θεού.
  Στη μεγάλη στρατιά των μαρτύρων που σε πολλές εποχές και σε πολλούς τόπους, όχι μόνο στην Ασία, γνώρισαν έναν βάναυσο θάνατο προσωποποιώντας θεούς, ο ευσεβής χριστιανός αναμφισβήτητα θα διακρίνει  τύπους  και  πρόδρομους  του  ερχόμενου  Σωτήρα —άστρα που προανήγγειλαν στον πρωινό ουρανό την έλευση του ήλιου της Δικαιοσύνης— πήλινα σκεύη τα οποία η θεϊκή σοφία επέλεξε για να θέσει μπροστά στις πεινασμένες ψυχές το ψωμί του ουρανού. Ο σκεπτικιστής, από την άλλη πλευρά, με την ίδια βεβαιότητα, θα μειώσει τον Ιησού της Ναζαρέτ στο επίπεδο ενός πλήθους άλλων θυμάτων μιας βάρβαρης δεισιδαιμονίας, και δε θα δει σε αυτόν τίποτα περισσότερο από έναν ηθικό δάσκαλο, τον οποίο το τυχερό ατύχημα της εκτέλεσής του επένδυσε με το στέμμα, όχι μόνο ενός μάρτυρα, αλλά ενός θεού.







  Τώρα είναι αξιοσημείωτο ότι οι παραπάνω δύο κανόνες —το να μην αγγίζει κάποιος το έδαφος και να μη βλέπει τον ήλιο— τηρούνται είτε ξεχωριστά είτε ταυτόχρονα από κορίτσια στην εφηβεία σε πολλά μέρη του κόσμου.


  Στη Νέα Ιρλανδία τα κορίτσια περιορίζονται για τέσσερα ή πέντε χρόνια σε μικρά κλουβιά, τα κρατούν στο σκοτάδι και δεν επιτρέπεται να πατήσουν στο έδαφος.


  Other Indians of Guiana, after keeping the girl in her hammock at the top of the hut for a month, expose her to certain large ants, whose bite is very painful. Sometimes, in addition to being stung with ants, the sufferer has to fast day and night so long as she remains slung up on high in her hammock, so that when she comes down she is reduced to a skeleton. The intention of stinking her with ants is said to be to make her strong to bear the burden of maternity. Μεταξύ των Uaupes της Βραζιλίας, ένα κορίτσι στην εφηβεία απομονώνεται στο σπίτι για ένα μήνα, και του δίνεται μόνο μια μικρή ποσότητα ψωμιού και νερού. Τότε τη βγάζουν από το σπίτι εν μέσω των συγγενών και των φίλων της, καθένας από τους οποίους της δίνει τέσσερα ή πέντε χτυπήματα με κομμάτια σίπο (ένα ελαστικό αναρριχητικό φυτό), έως ότου πέσει αναίσθητη ή νεκρή. Εάν ανακάμψει, η διαδικασία επαναλαμβάνεται τέσσερις φορές με διαλείμματα έξι ωρών, και θεωρείται προσβολή για τους γονείς να μην χτυπούν σκληρά. Εν τω μεταξύ, δοχεία με κρέας και ψάρια έχουν προετοιμαστεί· τα σίπο βυθίζονται σε αυτά και στη συνέχεια δίνονται στο κορίτσι για να τα γλείψει, και τώρα θεωρείται γυναίκα έτοιμη για να παντρευτεί.
  Το έθιμο να τσιμπούν το κορίτσι σε τέτοιες στιγμές με μυρμήγκια ή να το χτυπούν με βέργες εφαρμόζεται, μπορούμε να είμαστε σίγουροι, όχι ως τιμωρία ή δοκιμασία αντοχής, αλλά ως καθαρμός, με στόχο να απομακρύνουν τις μοχθηρές επιδράσεις από τις οποίες ένα κορίτσι σε αυτήν την κατάσταση πιστεύεται ότι περιστοιχίζεται και καταπονείται. Με παρόμοιο τρόπο, είναι πιθανό ότι ο ξυλοδαρμός ή το μαστίγωμα ως θρησκευτική ή επίσημη τελετή ήταν ένας τρόπος καθαρμού. Αποσκοπούσε στο να αφαιρέσει και να διώξει μια επικίνδυνη μόλυνση, είτε είχε προσωποποιηθεί ως δαιμονική είτε όχι, η οποία θεωρούσαν ότι προσκολλάται σωματικά, αν και αόρατα, στο σώμα του πάσχοντος. Ο πόνος που προκαλούν στο άτομο που υφίσταται τα χτυπήματα δεν είναι ο σκοπός του ξυλοδαρμού αλλά αντιστοιχεί σε ό,τι είναι για εμάς ο πόνος από μια χειρουργική επέμβαση· ήταν ένα αναγκαίο κακό, αυτό ήταν όλο.
In later times such customs were interpreted otherwise, and the pain, from being an accident, became the prime object of the ceremony, which was now regarded either as a test of endurance imposed upon persons at critical epochs of life, or as a mortification of the flesh well pleasing to the god. But asceticism, under any shape or form, is never primitive. The savage, it is true, in certain circumstances will voluntarily subject himself to pains and privations which appear to us wholly needless; but he never acts thus unless he believes that some solid temporal advantage is to be gained by so doing. Pain for the sake of pain, whether as a moral discipline in this life or as a means of winning a glorious immortality hereafter, is not an object which he sets himself deliberately to pursue.
  Το κίνητρο για τους περιορισμούς που τόσο συχνά επιβάλλονται στα κορίτσια κατά την εφηβεία είναι ο βαθιά χαραγμένος τρόμος που ο πρωτόγονος άνθρωπος κουβαλά σε παγκόσμιο επίπεδο για το αίμα της έμμηνης ρήσης. Το φοβάται ανά πάσα στιγμή, αλλά ειδικά στην πρώτη του εμφάνιση· hence the restrictions under which women lie at their first menstruation are usually more stringent than those which they have to observe at any subsequent recurrence of the mysterious flow.
  Έτσι, οι Lapps απαγορεύουν στις γυναίκες κατά την εμμηνόρροια να περπατούν σε εκείνο το τμήμα της ακτής όπου οι ψαράδες έχουν τη συνήθεια να απλώνουν τα ψάρια τους· και οι Εσκιμώοι του Βερίγγειου πορθμού πιστεύουν ότι αν οι κυνηγοί πλησίαζαν κοντά σε γυναίκες στη διαδρομή τους δε θα έπιαναν κανένα θήραμα. Για έναν παρόμοιο λόγο, οι Ινδιάνοι Carrier δε θα ανεχτούν μια γυναίκα σε έμμηνη ρήση να διασχίσει τα μονοπάτια των ζώων· αν καταστεί απαραίτητο, τη μεταφέρουν πάνω από αυτά. Νομίζουν ότι αν διέσχιζε πεζή ένα ρέμα ή προχωρούσε σε μια λίμνη, τα ψάρια θα πέθαιναν.


  Ανάμεσα στα πολιτισμένα έθνη της Ευρώπης οι δεισιδαιμονίες που συσπειρώνονται γύρω από αυτήν τη μυστηριώδη πτυχή της γυναικείας φύσης δεν είναι λιγότερο υπερβολικές από αυτές που κυριαρχούν στους άγριους.
In the oldest existing cyclopaedia—the Natural History of Pliny—the list of dangers apprehended from menstruation is longer than any furnished by mere barbarians. According to Pliny, the touch of a menstruous woman turned wine to vinegar, blighted crops, killed seedlings, blasted gardens, brought down the fruit from trees, dimmed mirrors, blunted razors, rusted iron and brass (especially at the waning of the moon), killed bees, or at least drove them from their hives, caused mares to miscarry, and so forth. Similarly, in various parts of Europe, it is still believed that if a woman in her courses enters a brewery the beer will turn sour; if she touches beer, wine, vinegar, or milk, it will go bad; if she makes jam, it will not keep; if she mounts a mare, it will miscarry; if she touches buds, they will wither; if she climbs a cherry tree, it will die. In Brunswick people think that if a menstruous woman assists at the killing of a pig, the pork will putrefy. In the Greek island of Calymnos a woman at such times may not go to the well to draw water, nor cross a running stream, nor enter the sea. Her presence in a boat is said to raise storms.
  Thus the object of secluding women at menstruation is to neutralise the dangerous influences which are supposed to emanate from them at such times. That the danger is believed to be especially great at the first menstruation appears from the unusual precautions taken to isolate girls at this crisis. Δύο από αυτές τις προφυλάξεις περιγράφτηκαν παραπάνω, δηλαδή, οι κανόνες ότι τα κορίτσια δεν πρέπει ούτε να αγγίζουν το έδαφος ούτε να βλέπουν τον ήλιο. Το κυρίως αποτέλεσμα αυτών των κανόνων είναι να την κρατήσει μετέωρη, ας πούμε, μεταξύ ουρανού και γης. Είτε τυλιγμένη στην αιώρα-κρεβάτι της και κρεμασμένη από την οροφή, όπως στη Νότια Αμερική, είτε ανυψωμένη πάνω από το έδαφος σε ένα σκοτεινό και στενό κλουβί, όπως στη Νέα Ιρλανδία, μπορεί να θεωρηθεί μη ικανή να διαπράξει κακό, δεδομένου ότι όντας αποκλεισμένη τόσο από τη γη όσο και από τον ήλιο, δεν μπορεί να δηλητηριάσει καμία από αυτές τις μεγάλες πηγές ζωής με τη θανατηφόρα μόλυνσή της. Εν συντομία, καθίσταται αβλαβής με το να διατηρείται, με όρους ηλεκτρισμού, μονωμένη.
  Η ίδια εξήγηση ισχύει για την τήρηση των ίδιων κανόνων από θεϊκούς βασιλιάδες και ιερείς. Η ακαθαρσία, όπως την ονομάζουν, των κοριτσιών στην εφηβεία και η ιερότητα των αγίων ανθρώπων, στο πρωτόγονο μυαλό, δεν διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους. Είναι μόνο διαφορετικές εκδηλώσεις της ίδιας μυστηριώδους ενέργειας που, όπως η ενέργεια γενικά, δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή από μόνη της, αλλά γίνεται ευεργετική ή βλαβερή ανάλογα με την εφαρμογή της. Κατά συνέπεια, εάν, όπως τα κορίτσια στην εφηβεία, τα θεϊκά πρόσωπα δεν μπορούν ούτε να αγγίξουν το έδαφος ούτε να δουν τον ήλιο, ο λόγος είναι, από τη μία πλευρά, ένας φόβος μήπως η θεότητά τους, σε επαφή με τη γη ή τον ουρανό, εκκενώσει την ενέργειά του με θανατηφόρα βία σε κάποιο από τα δύο· και, από την άλλη πλευρά, μια ανησυχία ότι το θεϊκό ον, έτσι στραγγισμένο από τις αιθέριες δυνάμεις του, θα μπορούσε πια να είναι ανίκανο για τη μελλοντική εκτέλεση εκείνων των μαγικών λειτουργιών, από την ορθή εκπλήρωση των οποίων πιστεύεται ότι κρέμεται η ασφάλεια των ανθρώπων και ακόμη και του κόσμου.







  ...By combining them, therefore, we can restore the original account of Posidonius with some probability, and thus obtain a picture of the sacrifices offered by the Celts of Gaul at the close of the second century before our era. The following seem to have been the main outlines of the custom. Καταδικασμένοι εγκληματίες διατηρούνταν από τους Κέλτες με σκοπό να θυσιαστούν στους θεούς σε ένα μεγάλο φεστιβάλ που λάβαινε χώρα μία φορά κάθε πέντε χρόνια. Όσο περισσότερα τέτοια θύματα υπήρχαν, τόσο σπουδαιότερη πιστεύεται ότι θα ήταν η γονιμότητα της γης. Εάν δεν υπήρχαν αρκετοί εγκληματίες για να χρησιμοποιηθούν ως θύματα, οι αιχμάλωτοι πολέμου καλούνταν να καλύψουν την έλλειψη. Όταν ερχόταν η ώρα τα θύματα θυσιάζονταν από τους Δρυίδες ή τους ιερείς. Κάποιοι σκοτώνονταν με βέλη, κάποιοι ανασκολοπίζονταν, και κάποιοι καίγονταν ζωντανοί με τον ακόλουθο τρόπο. Κολοσσιαία είδωλα κατασκευάζονταν από πλεκτή λυγαριά ή από ξύλο και χόρτο· αυτά ήταν γεμάτα με ζωντανά άτομα, βοοειδή και ζώα άλλων ειδών· στη συνέχεια έβαζαν φωτιά στα είδωλα αυτά, και εκείνα καιγόντουσαν με το ζωντανό τους περιεχόμενο.


  Such were the great festivals held once every five years. But besides these quinquennial festivals, celebrated on so grand a scale, and with, apparently, so large an expenditure of human life, it seems reasonable to suppose that φεστιβάλ του ίδιου είδους, μόνο σε μικρότερη κλίμακα, διοργανώνονταν ετησίως, και ότι από αυτά τα ετήσια φεστιβάλ κατάγονται γραμμικά μερικές τουλάχιστον από τις γιορτές της φωτιάς που, με τα ίχνη των ανθρώπινων θυσιών τους, γιορτάζονται κάθε χρόνο σε πολλά μέρη της Ευρώπης. The gigantic images constructed of osiers or covered with grass in which the Druids enclosed their victims remind us of the leafy framework in which the human representative of the tree-spirit is still so often encased. Hence, seeing that the fertility of the land was apparently supposed to depend upon the due performance of these sacrifices, Mannhardt interpreted the Celtic θύματα, φυλακισμένα σε ξύλο λυγαριάς και χόρτο, ως εκπροσώπους του πνεύματος-δένδρου ή του πνεύματος της βλάστησης.







  In a former part of this work we saw that, in the opinion of primitive people, the soul may temporarily absent itself from the body without causing death. Such temporary absences of the soul are often believed to involve considerable risk, since the wandering soul is liable to a variety of mishaps at the hands of enemies, and so forth. But there is another aspect to this power of disengaging the soul from the body. If only the safety of the soul can be ensured during its absence, there is no reason why the soul should not continue absent for an indefinite time; indeed a man may, on a pure calculation of personal safety, desire that his soul should never return to his body. Unable to conceive of life abstractly as a “permanent possibility of sensation” or a “continuous adjustment of internal arrangements to external relations,” the savage thinks of it as a concrete material thing of a definite bulk, capable of being seen and handled, kept in a box or jar, and liable to be bruised, fractured, or smashed in pieces. It is not needful that the life, so conceived, should be in the man; it maybe absent from his body and still continue to animate him by virtue of a sort of sympathy or action at a distance. So long as this object which he calls his life or soul remains unharmed, the man is well; if it is injured, he suffers; if it is destroyed, he dies.


  Accordingly, in such circumstances, primitive man takes his soul out of his body and deposits it for security in some snug spot, intending to replace it in his body when the danger is past. Or if he should discover some place of absolute security, he may be content to leave his soul there permanently. The advantage of this is that, so long as the soul remains unharmed in the place where he has deposited it, the man himself is immortal; nothing can kill his body, since his life is not in it.







  Among the tribes settled on the southern coast of New South Wales, of which the Coast Murring tribe may be regarded as typical, το δράμα της ανάστασης από τους νεκρούς αναπαρίστατο σε εικονική μορφή στους νεόφυτους κατά την μύηση. The ceremony has been described for us by an eye-witness. A man, disguised with stringy bark fibre, lay down in a grave and was lightly covered up with sticks and earth. In his hand he held a small bush, which appeared to be growing in the soil, and other bushes were stuck in the ground to heighten the effect. Then the novices were brought and placed beside the grave. Next, a procession of men, disguised in stringy bark fibre, drew near. They represented a party of medicine-men, guided by two reverend seniors, who had come on pilgrimage to the grave of a brother medicine-man, who lay buried there. When the little procession, chanting an invocation to Daramulun, had defiled from among the rocks and trees into the open, it drew up on the side of the grave opposite to the novices, the two old men taking up a position in the rear of the dancers. For some time the dance and song went on till the tree that seemed to grow from the grave began to quiver. “Look there!” cried the men to the novices, pointing to the trembling leaves. As they looked, the tree quivered more and more, then was violently agitated and fell to the ground, while amid the excited dancing of the dancers and the chanting of the choir the supposed dead man spurned from him the superincumbent mass of sticks and leaves, and springing to his feet danced his magic dance in the grave itself, and exhibited in his mouth the magic substances which he was supposed to have received from Daramulun in person.


  Μεταξύ των Ινδιάνων της Βιρτζίνια, μια τελετή μύησης, που ονομάζεται Huskanaw, λάβαινε χώρα κάθε δεκαέξι ή είκοσι χρόνια, ή συχνότερα, καθώς νέοι άνδρες τύχαινε να μεγαλώσουν. Οι νέοι κρατιόντουσαν σε μοναχικό περιορισμό στο δάσος για αρκετούς μήνες, δίχως να λαμβάνουν τροφή αλλά ένα εκχύλισμα από κάποιες ρίζες που προκαλούσαν μέθη, έτσι ώστε κατέληγαν να είναι εκστατικά τρελοί, και συνέχιζαν σε αυτήν την κατάσταση δεκαοκτώ ή είκοσι ημέρες. «Σε αυτή την περίσταση, ισχυρίζονται ότι αυτά τα φτωχά πλάσματα πίνουν τόσο πολύ από το νερό της Λήθης που χάνουν τελείως την ανάμνηση όλων των προηγούμενων πραγμάτων, ακόμη και των γονιών τους, της περιουσίας τους και της γλώσσας τους. Όταν οι γιατροί διαπιστώσουν ότι έχουν πιει αρκετό από το Wysoccan (έτσι αποκαλούν αυτό το τρελό φίλτρο), τους επαναφέρουν σταδιακά στα λογικά τους και πάλι, μειώνοντας την τοξικότητα της διατροφής τους· αλλά προτού να είναι απολύτως καλά, τους φέρνουν πίσω στις πόλεις τους, ενώ είναι ακόμα άγριοι και τρελοί από τη βίαιη επίδραση του φαρμάκου. Μετά από αυτό, φοβούνται πάρα πολύ να ανακαλύψουν οτιδήποτε που να μοιάζει ξαναειδωμένο από πριν· γιατί αν κάτι τέτοιο συμβεί σε οποιονδήποτε από αυτούς, πρέπει αμέσως να υποστούν πάλι τη διαδικασία του Huskanaw· και τη δεύτερη φορά η μεταχείρισή τους είναι τόσο αυστηρή που σπάνια κάποιος καταφέρνει και επιζεί. Έτσι, πρέπει να προσποιούνται ότι έχουν ξεχάσει την ίδια τη χρήση των γλωσσών τους, ώστε να μην είναι σε θέση να μιλούν, ούτε να καταλαβαίνουν τα όσα λέγονται, έως ότου τα μάθουν ξανά. Τώρα, εάν αυτό είναι αληθινό ή προσποιούνται, δεν το ξέρω· αλλά το σίγουρο είναι ότι για κάποιο χρόνο δεν θα προσέξουν κανέναν και τίποτα από τα όσα πριν γνώριζαν, όσο ακόμα θα βρίσκονται υπό την επίβλεψη των φυλάκων τους, που τους ελέγχουν συνεχώς παντού μέχρι να μάθουν όλα τα πράγματα τέλεια ξανά. Έτσι σβήνουν ολοκληρωτικά τις προηγούμενες ζωές τους, και ξεκινούν ως άνδρες ξεχνώντας ότι υπήρξαν ποτέ αγόρια.»







  ...Yet before we do so, we may well ask ourselves whether there is not some more general conclusion, some lesson, if possible, of hope and encouragement, to be drawn from the melancholy record of human error and folly which has engaged our attention in this book.


  If then we consider, on the one hand, the essential similarity of man’s chief wants everywhere and at all times, and on the other hand, the wide difference between the means he has adopted to satisfy them in different ages, we shall perhaps be disposed to conclude that η μετακίνηση της ανώτερης σκέψης, ως τα βάθη εκείνα του χρόνου που μπορούμε να την ιχνηλατήσουμε, υπήρξε συνολικά από τη μαγεία μέσω της θρησκείας στην επιστήμη. Στη μαγεία ο άνθρωπος βασίζεται στη δική του δύναμη για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες και τους κινδύνους που τον περιστοιχίζουν από παντού. He believes in a certain established order of nature on which he can surely count, and which he can manipulate for his own ends. Όταν ανακαλύπτει το λάθος του, όταν αναγνωρίζει με θλίψη ότι τόσο η τάξη της φύσης όπως την υπέθετε όσο και ο έλεγχος που πίστευε ότι ασκούσε επάνω της ήταν καθαρά στη φαντασία του, παύει να βασίζεται στη δική του ευφυΐα και στις αποκλειστικά δικές του προσπάθειες, και πέφτει ταπεινά στο έλεος ορισμένων μεγάλων αόρατων όντων πίσω από το πέπλο της φύσης, to whom he now ascribes all those far-reaching powers which he once arrogated to himself. Thus in the acuter minds magic is gradually superseded by religion, which explains the succession of natural phenomena as regulated by the will, the passion, or the caprice of spiritual beings like man in kind, though vastly superior to him in power.
  But as time goes on this explanation in its turn proves to be unsatisfactory. For it assumes that the succession of natural events is not determined by immutable laws, but is to some extent variable and irregular, and this assumption is not borne out by closer observation. On the contrary, the more we scrutinise that succession the more we are struck by the rigid uniformity, the punctual precision with which, wherever we can follow them, the operations of nature are carried on. Every great advance in knowledge has extended the sphere of order and correspondingly restricted the sphere of apparent disorder in the world, till now we are ready to anticipate that even in regions where chance and confusion appear still to reign, a fuller knowledge would everywhere reduce the seeming chaos to cosmos. Έτσι, τα πιο οξυδερκή μυαλά, πιέζοντας ακόμα περεταίρω προς μια βαθύτερη λύση των μυστηρίων του σύμπαντος, έρχονται να απορρίψουν τη θρησκευτική θεώρηση της φύσης ως ανεπαρκή, and to revert in a measure to the older standpoint of magic by postulating explicitly, what in magic had only been implicitly assumed, to wit, an inflexible regularity in the order of natural events, which, if carefully observed, enables us to foresee their course with certainty and to act accordingly. In short, η θρησκεία, που θεωρούνταν ως μια εξήγηση της φύσης, εκτοπίζεται από την επιστήμη.


  But while science has this much in common with magic that both rest on a faith in order as the underlying principle of all things, readers of this work will hardly need to be reminded that the order presupposed by magic differs widely from that which forms the basis of science. The difference flows naturally from the different modes in which the two orders have been reached. For whereas the order on which magic reckons is merely an extension, by false analogy, of the order in which ideas present themselves to our minds, the order laid down by science is derived from patient and exact observation of the phenomena themselves. The abundance, the solidity, and the splendour of the results already achieved by science are well fitted to inspire us with a cheerful confidence in the soundness of its method. Εδώ επιτέλους, αφού ψηλάφιζε για αμέτρητες εποχές στο σκοτάδι, ο άνθρωπος βρίσκει έναν αξιόπιστο σύμμαχο στο λαβύρινθο, ένα χρυσό κλειδί που ανοίγει πολλές κλειδωνιές στο θησαυροφυλάκιο της φύσης. Πιθανότατα δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι η ελπίδα για πρόοδο —ηθική και πνευματική καθώς και υλική— στο μέλλον συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τις επιτυχίες της επιστήμης, και ότι κάθε εμπόδιο που τίθεται στον δρόμο της επιστημονικής ανακάλυψης είναι κακό για την ανθρωπότητα.
  Yet the history of thought should warn us against concluding that because the scientific theory of the world is the best that has yet been formulated, it is necessarily complete and final. We must remember that at bottom the generalisations of science or, in common parlance, the laws of nature are merely hypotheses devised to explain that ever-shifting phantasmagoria of thought which we dignify with the high-sounding names of the world and the universe. In the last analysis magic, religion, and science are nothing but theories of thought; and as science has supplanted its predecessors, so it may hereafter be itself superseded by some more perfect hypothesis, perhaps by some totally different way of looking at the phenomena—of registering the shadows on the screen—of which we in this generation can form no idea. Η πρόοδος της γνώσης είναι μια ατέρμονη μετακίνηση προς ένα στόχο που παντοτινά οπισθοχωρεί.
  Χωρίς να βυθιστούμε τόσο βαθιά στο μέλλον, μπορούμε να απεικονίσουμε την πορεία που η σκέψη διέτρεξε ως τώρα παρομοιάζοντάς τη με ένα υφαντό πλεγμένο από τρία διαφορετικά νήματα — το μαύρο νήμα της μαγείας, το κόκκινο νήμα της θρησκείας, και το λευκό νήμα της επιστήμης, εάν κάτω από την επιστήμη μπορούμε να συμπεριλάβουμε εκείνες τις απλές αλήθειες που αντλούνται από την παρατήρηση της φύσης και από τις οποίες οι άνθρωποι σε όλες τις εποχές διέθεταν ένα κάποιο απόθεμα. Αν θα μπορούσαμε τότε να ερευνήσουμε το υφαντό της σκέψης από το ξεκίνημά του, πιθανά θα το αντιλαμβανόμασταν στην αρχή του ως μια σειρά από λευκές και μαύρες ψηφίδες, ένα σύμπλεγμα αληθινών και ψευδών αντιλήψεων, ανεπαίσθητα χρωματισμένων ακόμη από το κόκκινο νήμα της θρησκείας. Αλλά μετακινήστε το βλέμμα σας πιο μακριά κατά μήκος του υφάσματος και θα παρατηρήσετε ότι, ενώ τα ασπρόμαυρα τετράγωνα συνεχίζουν να το διαπερνούν, απλώνεται στο μεσαίο τμήμα του υφαντού, όπου η θρησκεία έχει εισέλθει βαθύτερα στη δομή του, μια σκούρα πορφυρή απόχρωση, η οποία αλλάζει βαθμιαία σε έναν ελαφρύτερο τόνο καθώς το λευκό νήμα της επιστήμης αναμιγνύεται όλο και περισσότερο στην υφή του. Με ένα υφαντό έτσι πλεγμένο και χρωματισμένο, έτσι αναπτυγμένο με νήματα διαφορετικών αποχρώσεων, αλλά σταδιακά αλλάζοντας χρώμα όσο περισσότερο ξετυλίγεται, μπορεί να συγκριθεί η κατάσταση της σύγχρονης σκέψης, με όλους τους αποκλίνοντες στόχους της και τις συγκρουόμενες τάσεις της. Θα συνεχιστεί στο εγγύς μέλλον το μεγάλο κίνημα που εδώ και αιώνες αλλάζει αργά το χρωματισμό της σκέψης; ή θα παρεμβληθεί μια αντίδραση η οποία μπορεί να σταματήσει την πρόοδο και ακόμη και να αναιρέσει πολλά από όσα έχουν γίνει; Για να συνεχίσουμε την παραβολή μας, ποιο θα είναι το χρώμα του υφαντού που οι Μοίρες υφαίνουν τώρα στον βουερό αργαλειό του χρόνου; θα είναι λευκό ή κόκκινο; Δεν μπορούμε να πούμε. Ένα αμυδρό φως φέγγει εκεί, στο πίσω μέρος του υφάσματος. Σύννεφα και πυκνό σκοτάδι κρύβουν το άλλο άκρο.








Εσύ, που ’δωσες σ’ όλα κι έναν λόγο,
πες μου γιατί τα κάνεις όλα αυτά;





.      
show demo
 
 
 
.