Αυτό το βιβλίο ήταν ένα βιβλίο που δεν ήξερε ανάγνωση! Μια κωμωδία...
español
русский
日本語
italiano
deutsch
français
english
中文
العربية
ελληνικά
Ο ήλιος καθώς ανέτειλε έλαμψε πάνω στ’ ασημένιο νόμισμα.
Και ’κείνο άνοιξε απότομα τα μάτια του και τεντώθηκε μουδιασμένο ύστερα από τόσες ώρες βαθύ ύπνου. Έκανε τόση υγρασία εκεί πάνω! Επάνω στην κεραμιδοσκεπή εκείνου του διώροφου αγροτόσπιτου στην άκρη του χωριού.

«Καλημέρα», είπε ευγενικά στην άλλη του πλευρά.

Καμιά απάντηση.

«Καλή σου μέρα!
Ξύπνησε, ξημέρωσε...» είπε ακόμα μια φορά, ακόμα πιο ευγενικά.


Μα η άλλη του πλευρά δεν απάντησε. Δεν είχε απαντήσει ούτε σήμερα.
Όπως δεν είχε απαντήσει ποτέ από τότε που θυμάται. Όσο ευγενικά κι αν της είχε μιλήσει, όσες φορές κι αν της το είχε ζητήσει.

Κοίταξε τον ήλιο που ανέβαινε στον ουρανό και χαμογέλασε.

«Γιατί δε μου μιλάς;» είπε πάλι στην άλλη του πλευρά.
«Μίλησέ μου, είμαι κι εγώ τόσο μόνη όσο κι εσύ.»
«Μίλησέ μου.»

«Το ξέρω, μπορεί να μη σου αρέσει η παρέα μου, μα τί μπορούμε να κάνουμε; Είμαστε μονάχα οι δυο όψεις ενός νομίσματος. Και θα ’ταν όμορφο να μιλάμε πότε-πότε.
Δε θα ’ταν όμορφο να έχουμε η μία την άλλη;»

Όμως η άλλη του όψη δε μιλούσε. Την είχε παρακαλέσει τόσες φορές. Την είχε παρακαλέσει με όσους τρόπους ήξερε. Μα δεν ήξερε δα και πολλούς! Η μια πλευρά ενός μικρού φτηνού νομίσματος ήταν. Τίποτα περισσότερο.

«Καληνύχτα» της είπε, καθώς έπεφτε το σκοτάδι...




* *

«Καλημέρα» είπε γλυκά με το πρώτο χαμόγελο του ήλιου. Καμιά απάντηση.  Ίσως όμως να κοιμόταν ακόμα! Ας περίμενε λίγο.

Περίμενε μέχρις ότου ο ήλιος ανέβηκε ψηλά. Ένας ήλιος χρυσός. Ένας ήλιος που έλαμπε πάνω στο ασημένιο νόμισμα, στην κεραμιδοσκεπή εκείνου του αγροτόσπιτου. Και τότε τόλμησε να της μιλήσει και πάλι.

«Είναι μια όμορφη μέρα σήμερα, έτσι δεν είναι;»










Ολόκληρη ιστορία...
        το μηδέν και το άπειρο