«...Ξυπνήστε», τους ψιθύρισα...
«Έχω κι εγώ να σας πω ένα μυστικό.»
Θα ’λεγα μάλλον πως ξύπνησαν απότομα! Πετάχτηκαν με μιας από το μικρούτσικο κρεβάτι τους κι έτριψαν με δύναμη τα νυσταγμένα μάτια τους.
Αν και συνήθως κοιμούνται βαριά, αντίθετα με μένα.
«Καθίστε κάτω», τους είπα.
Έκατσαν, όπως μπόρεσαν.
«Τί μυστικό;» ρώτησαν αμέσως ανυπόμονα. (Τα χείλη –εκτός από γερασμένα– είναι να θυμάστε πάντα και περίεργα.
Και φλύαρα! Και κουτσομπόλικα! Και μαρτυ-ριάρικα!
...Και χίλια άλλα πράγματα που δεν υπάρχει λόγος να τα αναλύσουμε εδώ, γιατί θα χάσουμε την ουσία του πράγματος.)
– Να σας εμπιστευτώ;
– Ναι, δε θα το προδώσουμε ποτέ.
– Κι όμως. Είναι ένα μυστικό που δε πρέπει να μείνει μυστικό!
– Δηλαδή;
– Ένα μυστικό που πρέπει να διαδοθεί σ’ όλα τα χείλη. Που πρέπει κάποτε να φτάσει και σ’ εκείνα...