....Έβλεπα γύρω μου πλανήτες σε διάφορα χρώματα, ήλιους γαλάζιους λευκούς και κόκκινους. Μαύρα δακτυλίδια και πολύχρωμες τρύπες-σπηλιές. Σύννεφα δίχως ουρανούς και ουρανούς δίχως σύννεφα. Τι όμορφα που είναι όλα όταν δεν πηγαίνεις πουθενά...
«Καημένο αστέρι», άκουσα να τους λένε, «λυπόμαστε πολύ.»
«Μα γιατί λυπάστε;»
«Πού έσβησες στην άκρη του απείρου. Που το φως σου περνά και χάνεται...»
«Το φως μου ποτέ δε χάνεται... Εσείς μονάχα μένετε ακίνητα...»
«Τί είπες...»
Μα η φωνή των αστεριών έσβηνε γρήγορα. Όντως αυτό το φως δεν είχε χρόνο να σταθεί.
«Σας ευχαριστώ που με πήρατε μαζί σας» τους είπα.
«Ευχαρίστησή μας», απάντησαν, «εμείς χαιρόμαστε που σ’ έχουμε μέσα μας.»
«Είστε καιρό μαζί;»
«Από τότε που σε γνωρίσαμε, δεν είπαμε;»
* *
Ήταν τόσο όμορφα στη μέση του πουθενά. Έβλεπα πράγματα που δεν είχα ξαναδεί ποτέ ως τότε. Που δεν είχα ποτέ μου φανταστεί.
Έβλεπα πλανήτες τετράγωνους, πολύγωνους, κυλινδρικούς. Έβλεπα ήλιους που το φως τους άλλαζε όταν νευρίαζαν. Έβλεπα φεγγάρια σε βελούδινα χρώματα.
Όλα τους αιωρούνταν στο κενό, κι όμως φαίνονταν πάντα στερεωμένα σε κάτι. Κινούνταν κι όμως έμοιαζαν αιώνια ακίνητα. Όλα εκτός από αυτούς τους πολύχρωμους κομήτες. Ναι, ήταν τόσο όμορφοι οι κομήτες που έβλεπα...
Χρωματιστές μακριές ουρές, να κυνηγούν μια φωτεινή μικρή μπαλίτσα που έφευγε τρέχοντας στην άκρη του ονείρου τους. Ήταν τόσο όμορφοι αυτοί οι κομήτες!
Γύρισα στ’ αστέρια μου.
«Πείτε μου για εσάς» τους είπα.
«Είμαστε δυο αστέρια. Το φως δυο αστεριών που ταξιδεύει.»