Δεν ήταν παρά δυο λουλούδια.
Δυο λουλούδια που άνθισαν δειλά στο πλάι του δάσους. Στο μέσο του χειμώνα που τα τύλιγε.
Δεν ήταν παρά δυο λουλούδια ριζωμένα στην άκρη του δάσους.
Τα έλουζε, θυμάμαι, κάθε πρωΐ η ίδια ηλιαχτίδα. Τα ξύπναγε το ίδιο φύσημα του ανέμου. Τόσο κοντά.
Όσο να μυρίζει το ένα το άρωμα του άλλου.
Τόσο μακριά. Όσο ποτέ άλλοτε δε βρέθηκαν δυο λουλούδια.
Κι όμως αν ρώταγες τα ζώα του δάσους θα σου ’λεγαν πως ήταν δίπλα-δίπλα.
Του είπε τότε: «Άγγιξέ με»
Εκείνο βάλθηκε ν’ απλώνει τα φύλλα του. Να τεντώνει το σώμα του, σε κάθε φύσημα του αγέρα, προς το μέρος της. Βάλθηκε να τεντώνει τα πέταλά του, να τεντώνει τις ίνες του και τη μικρή μαύρη χούφτα στο μέρος της καρδιάς...