«...Πού; Να πάμε πού;»
«Εκεί που μαζεύονται τα ξερά τα φύλλα.»
Τα πήρε μαζί του ένας άνεμος που φύσαγε ολόδροσος μαζεύοντας τα φύλλα τα ξερά από όλα τα πέρατα του κόσμου. Ένας άνεμος που φύσαγε στη θάλασσα.
Εκεί που χόρευαν δύο εραστές, ενώ ο ήλιος έλαμπε ψηλά στον ουρανό, ενώ τα σύννεφα γύριζαν γύρω τους, γύριζαν δίπλα τους, επάνω θαρρείς στα γαλάζια νερά.
Κι η θάλασσα τότε άρχισε κι εκείνη να στρέφεται όλο και πιο γρήγορα, ενώ τα σύννεφα παγιδεύονταν μέσα της, ενώ τα φύλλα μαζεύονταν στο πλάι της, ενώ δύο εραστές έπλεαν στη μέση της κι ο άνεμος πάγωνε μια θάλασσα λευκή, ολόλευκη, που έσταζε χιόνι στην άκρη του σύμπαντος.
Χιόνι που έπεσε πάνω στο φεγγάρι που κοιμόταν και το ξύπνησε....