— Είμαι το πλάσμα που με βιά,
δάμασα φύση και φωτιά.
Μ’ αλέτρι κίνησα κι ορμή,
Και κυριάρχησα τη γη.
— Άνθρωπε ανείπωτα μικρέ,
Άνθρωπε κάλπικε θεέ,
Λόγια περίτεχνα στο στόμα,
Ντυμένα μ’ ομορφιά και χρώμα,
Που κελαρύζουν σαν κυλούν,
Μα την ουσία αποσιωπούν.
Δρόμο διέσχισες πολύ,
Μα είναι η ψυχή σου καθαρή;
— Τα ζώα πεθαίνουνε και ζουν,
μα δε δακρύζουν, δε μιλούν,
Μάσκες μ’ αδιάφορη μορφή,
Το πρόσωπό μου παίρνει η γη!
— Άνθρωπε ανείπωτα μικρέ,
Άνθρωπε κάλπικε θεέ,
Το μελιστάλαχτό σου στόμα,
Ρούχο χρυσό, σε σάπιο σώμα.
Το πρόσωπο χωρίς ψυχή,
Μια προσωπίδα νεκρική.
Δρόμο διέσχισες πολύ,
Μα έμεινε εκείνη λαμπερή;
...
Άνθρωπε ανείπωτα μικρέ,
Άνθρωπε κάλπικε θεέ,
Είναι η ζωή μιά αναλαμπή,
Μες στο σκοτάδι το βαθύ,
Και στον καθρέφτη μιά στιγμή,
Θα ’ναι η δική σου η μορφή.
Προτού να σβήσει το κερί,
Προτού το είδωλο χαθεί,
Δες, στο αντιφέγγισμα εντός μου,
Μάταιοι οι θησαυροί του κόσμου.
...Δρόμο διέσχισα πολύ,
Μα είναι η ψυχή μου καθαρή;