Τζωρτζ Όργουελ
1984
- Επιλεγμένα αποσπάσματα -
Η επιλογή των συγκεκριμένων αποσπασμάτων
αποσκοπεί στο να τονίσει εν συντομία ορισμένες από τις πιο σημαντικές πτυχές του βιβλίου. Φυσικά η ανάγνωσή τους, όσο σημαντική κι αν είναι, δεν υποκαθιστά την ανάγνωση όλου του βιβλίου.
....Σε κάθε πάτωμα απέναντι από το ασανσέρ, η αφίσα με το τεράστιο πρόσωπο παρατηρούσε από τον τοίχο. Ήταν μια από εκείνες τις εικόνες οι οποίες είναι τόσο αριστοτεχνικά φτιαγμένες που τα μάτια μοιάζουν να σε ακολουθούν όταν κινείσαι.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ, έγραφε η λεζάντα από κάτω.
...Πίσω από την πλάτη του Ουίνστον, η φωνή από την τηλεοθόνη εξακολουθούσε να φλυαρεί για το σίδερο και την υπερκάλυψη του Ένατου Τριετούς Σχεδίου. Η τηλεοθόνη ήταν ταυτόχρονα και πομπός και δέκτης. Μπορούσε να συλλάβει οποιοδήποτε ήχο έκανε ο Ουίνστον, πάνω από το επίπεδο ενός πολύ χαμηλού ψίθυρου. Επιπλέον, όσο παρέμενε μέσα στο οπτικό πεδίο που επέβαλε η μεταλλική πλάκα, οι κινήσεις του μπορούσαν να παρακολουθούνται όπως και να ακούγονται. Φυσικά δεν υπήρχε τρόπος να ξέρεις αν σε παρακολουθούσαν κάποια δεδομένη στιγμή. Το πόσο συχνά, ή με ποιο σύστημα, η Αστυνομία της Σκέψης συνδεόταν σε οποιοδήποτε μεμονωμένο καλώδιο ήταν εικασίες. Θα μπορούσε ακόμα να διανοηθεί κανείς ότι παρακολουθούσαν τους πάντες συνεχώς. Αλλά σε κάθε περίπτωση θα μπορούσαν να συνδεθούν στη συσκευή σου όποτε ήθελαν. Έπρεπε να ζήσεις —και πράγματι ζούσες, μια συνήθεια που είχε καταλήξει να γίνει ένστικτο— με την υπόθεση ότι κάθε ήχος που έκανες ακουγόταν, και, εκτός από όταν ήταν σκοτάδι, κάθε σου κίνηση ελεγχόταν εξονυχιστικά.
...Ο Ουίνστον άφησε τα χέρια του να πέσουν στα πλευρά του και ξαναγέμισε αργά-αργά τους πνεύμονές του με αέρα. Το μυαλό του γλίστρησε στο λαβύρινθο της διπλής σκέψης. Να γνωρίζεις και να μη γνωρίζεις, να έχεις συνείδηση της απόλυτης αλήθειας λέγοντας προσεκτικά κατασκευασμένα ψέματα, να έχεις ταυτόχρονα δυο απόψεις που η μία αναιρεί την άλλη, γνωρίζοντας ότι είναι αντιφατικές και πιστεύοντας και στις δύο, να χρησιμοποιείς τη λογική ενάντια στη λογική, να αρνείσαι την ηθική ενώ την αξιώνεις, να πιστεύεις ότι η δημοκρατία είναι αδύνατη και ταυτόχρονα ότι το Κόμμα ήταν ο φύλακας της δημοκρατίας, να ξεχνάς ό,τι ήταν απαραίτητο να ξεχάσεις, και μετά να το επαναφέρεις στη μνήμη σου τη στιγμή που χρειάζεται και αμέσως μετά να το ξεχνάς και πάλι: και πάνω απ’ όλα, να εφαρμόζεις την ίδια μέθοδο στη μέθοδο αυτή καθ’ αυτή. Αυτό ήταν το ύστατο κατόρθωμα: ενσυνείδητα να πάψεις να έχεις συνείδηση, και μετά πάλι, να επιβάλεις στον εαυτό σου άγνοια της πράξης αυτοΰπνωσης που μόλις διέπραξες. Ακόμη και η κατανόηση της λέξης «διπλή σκέψη» περιλάμβανε τη χρήση της διπλής σκέψης.
...Σε μερικά θέματα, το μυαλό της έκοβε πολύ περισσότερο απ’ του Ουίνστον και ήταν πολύ λιγότερο ευάλωτη στην προπαγάνδα του Κόμματος. Μια φορά, όταν έτυχε σε κάποια συζήτηση να αναφέρει τον πόλεμο κατά της Ευρασίας, εκείνη τον κατέπληξε όταν είπε αδιάφορα ότι κατά τη γνώμη της δε γινόταν κανένας πόλεμος. Οι κατευθυνόμενες βόμβες που έπεφταν καθημερινά στο Λονδίνο μάλλον εκτοξεύονταν από την ίδια την Κυβέρνηση της Ωκεανίας, «μόνο και μόνο για να κρατούν τους ανθρώπους φοβισμένους». Αυτή ήταν μια ιδέα που κυριολεκτικά δεν του είχε περάσει ποτέ από το νου.
...Στην πράξη, οι ανάγκες του πληθυσμού πάντα υποτιμώνται, με αποτέλεσμα να υπάρχει χρόνια έλλειψη στις μισές από τις απαραίτητες υλικές ανάγκες των ανθρώπων· όμως αυτό θεωρείται πλεονέκτημα. Είναι αποτέλεσμα πολιτικής σκοπιμότητας το να κρατάμε ακόμη και τις προνομιούχες ομάδες κοντά στα όρια της ένδειας, γιατί μια γενική κατάσταση στέρησης αυξάνει τη σημασία των μικρών προνομίων και έτσι μεγεθύνει τη διάκριση μεταξύ των ομάδων. Σύμφωνα με τα πρότυπα των αρχών του εικοστού αιώνα, ακόμη και ένα μέλος του Εσωτερικού Κόμματος ζει μ’ έναν αυστηρό, γεμάτο εργασία τρόπο ζωής. Ωστόσο, οι λίγες πολυτέλειες που απολαμβάνει —το μεγάλο, καλοεπιπλωμένο διαμέρισμα, το καλύτερο ύφασμα των ρούχων του, η καλύτερη ποιότητα του φαγητού, του ποτού και του καπνού του, οι δυο ή τρεις υπηρέτες του, το ιδιωτικό αυτοκίνητο ή ελικόπτερο— τον τοποθετούν σε ένα διαφορετικό κόσμο από ένα μέλος του Εξωτερικού Κόμματος. Και τα μέλη του Εξωτερικού Κόμματος έχουν ένα παρόμοιο πλεονέκτημα σε σύγκριση με τις απόκληρες μάζες που ονομάζουμε προλεταριάτο. Η κοινωνική ατμόσφαιρα είναι αυτή μιας πολιορκημένης πόλης, όπου η κατοχή ενός κομματιού κρέατος από άλογο κάνει τη διαφορά μεταξύ πλούτου και φτώχειας. Και ταυτόχρονα η συναίσθηση της εμπόλεμης κατάστασης και κατά συνέπεια του κινδύνου, κάνει να φαίνεται φυσική, αναπόφευκτη προϋπόθεση επιβίωσης η παράδοση όλης της εξουσίας σε μια μικρή κάστα.
...Ο πόλεμος, λοιπόν, αν τον κρίνουμε με τα πρότυπα των προηγούμενων πολέμων, δεν είναι παρά μια απάτη. Είναι σαν τις μάχες μεταξύ ορισμένων μηρυκαστικών ζώων των οποίων τα κέρατα είναι στραμμένα σε τέτοια γωνία που δεν είναι σε θέση να βλάψουν το ένα το άλλο. Ωστόσο, παρόλο που είναι κάτι εξωπραγματικό, δεν είναι χωρίς σημασία. Καταβροχθίζει το πλεόνασμα των καταναλωτικών προϊόντων και βοηθά στη διατήρηση της ειδικής διανοητικής ατμόσφαιρας που χρειάζεται μια ιεραρχική κοινωνία. Ο πόλεμος, όπως θα δούμε, είναι πλέον μια καθαρά εσωτερική υπόθεση. Στο παρελθόν, οι ιθύνουσες ομάδες όλων των χωρών, αν και μπορούσαν να αναγνωρίσουν το κοινό τους συμφέρον και επομένως να περιορίσουν την καταστροφικότητα του πολέμου, μάχονταν ωστόσο η μία εναντίον της άλλης και ο νικητής λεηλατούσε πάντα τον νικημένο. Σήμερα δε μάχονται καθόλου η μία εναντίον της άλλης. Ο πόλεμος διεξάγεται από κάθε άρχουσα ομάδα εναντίον των υποτελών της και ο αντικειμενικός σκοπός του δεν είναι να κατακτήσει εδάφη ή να αμυνθεί, αλλά να διατηρήσει ανέπαφη τη δομή της κοινωνίας.
...Αλλά μέχρι την τέταρτη δεκαετία του εικοστού αιώνα όλα τα κύρια ρεύματα της πολιτικής σκέψης ήταν απολυταρχικά. Ο επίγειος παράδεισος είχε αναιρεθεί ακριβώς τη στιγμή που το όραμά του είχε γίνει πραγματοποιήσιμο. Κάθε νέα πολιτική θεωρία, όποιο όνομα κι αν έδινε στον εαυτό της, οδηγούσε πίσω στην ιεραρχία και την επιβολή της πειθαρχίας και της τάξης.
...Σε σύγκριση με τις αντίστοιχες κυρίαρχες τάξεις των προηγούμενων εποχών, ήταν λιγότερο φιλάργυροι, λιγότερο ευάλωτοι στους πειρασμούς της πολυτέλειας, πιο πεινασμένοι για καθαρή εξουσία και, πάνω απ’ όλα, πιο μεθοδικοί στα όσα έκαναν και πιο αποφασισμένοι να συντρίψουν την αντιπολίτευση.
Αυτή η τελευταία διαφορά ήταν ουσιαστική. Σε σύγκριση με αυτό που υπάρχει σήμερα, όλες οι τυραννίες του παρελθόντος ασκούνταν δίχως ζήλο και ήταν ανεπαρκείς. Οι κυρίαρχες ομάδες ήταν πάντα μολυσμένες σε κάποιο βαθμό από φιλελεύθερες ιδέες, άφηναν παντού τα ηνία χαλαρωμένα, τους απασχολούσαν μόνο οι φανερές πράξεις και δεν ενδιαφερόντουσαν για το τι σκέφτονταν οι υποτελείς τους. Ακόμη και η Καθολική Εκκλησία του Μεσαίωνα ήταν ανεκτική, αν τη συγκρίνει κανείς με τα σημερινά πρότυπα. Εν μέρει ο λόγος για αυτό ήταν ότι στο παρελθόν καμία κυβέρνηση δεν είχε τη δύναμη να κρατά τους πολίτες της υπό συνεχή επιτήρηση. Η ανακάλυψη της τυπογραφίας, ωστόσο, έκανε ευκολότερη τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, και οι ταινίες και το ραδιόφωνο προχώρησαν την διαδικασία περεταίρω. Με την ανάπτυξη της τηλεόρασης και την τεχνική πρόοδο που κατέστησε δυνατή την ταυτόχρονη μετάδοση και λήψη στο ίδιο μηχάνημα, σήμανε το τέλος της ιδιωτικής ζωής. Κάθε πολίτης, ή τουλάχιστον κάθε πολίτης αρκετά σημαντικός ώστε να αξίζει να παρακολουθείται, μπορούσε να βρίσκεται είκοσι τέσσερις ώρες την ημέρα κάτω από τα μάτια της αστυνομίας και υπό τον ήχο της επίσημης προπαγάνδας, ενώ όλα τα άλλα κανάλια επικοινωνίας ήταν κλειστά. Η δυνατότητα επιβολής όχι μόνο της πλήρους υπακοής στη βούληση του Κράτους, αλλά και της πλήρους ομοιομορφίας απόψεων για όλα τα θέματα, υπήρχε τώρα για πρώτη φορά.
Μετά την επαναστατική περίοδο της δεκαετίας του ’50 και του ’60, η κοινωνία ανασυγκροτήθηκε, όπως πάντα, στην Ανώτερη, Μεσαία και Κατώτερη τάξη. Αλλά η νέα Ανώτερη τάξη, σε αντίθεση με όλους τους προκατόχους της, δεν ενεργούσε βάσει του ενστίκτου της, αλλά ήξερε τι έπρεπε να κάνει για να προστατεύσει τη θέση της.
...Ούτε υπάρχει καμία φυλετική διάκριση, ή οποιαδήποτε αξιοπρόσεκτη υπεροχή της μιας φυλής πάνω στην άλλη. Στις υψηλότερες βαθμίδες του Κόμματος βρίσκονται Εβραίοι, Νέγροι, Νοτιοαμερικάνοι με καθαρά Ινδιάνικο αίμα, και οι διοικητές κάθε περιοχής διαλέγονται πάντα ανάμεσα στους κατοίκους της. Οι κάτοικοι δεν έχουν, σε κανένα μέρος της Ωκεανίας, το αίσθημα ότι είναι ένας αποικιακός πληθυσμός που κυβερνάται από μια μακρινή μητρόπολη.
...«Μα πώς μπορείτε να ελέγχετε την ύλη;» ξέσπασε. «Δεν ελέγχετε καν το κλίμα ή το νόμο της βαρύτητας. Και υπάρχουν αρρώστιες, πόνοι, θάνατος...»
Ο Ο’Μπράιαν του έκανε νόημα να σωπάσει. «Ελέγχουμε την ύλη γιατί ελέγχουμε το μυαλό. Η πραγματικότητα είναι μέσα στο κρανίο. Θα μάθεις σιγά-σιγά, Ουίνστον. Δεν υπάρχει τίποτα που δε θα μπορούσαμε να κάνουμε. Μπορούμε να γίνουμε αόρατοι, να υψωθούμε στον αέρα — οτιδήποτε. Αν ήθελα, θα μπορούσα να ανυψωθώ από αυτό το πάτωμα και να πετάξω στον αέρα σαν σαπουνόφουσκα. Δεν το θέλω, γιατί δε το θέλει το Κόμμα. Πρέπει να απαλλαγείς από αυτές τις ιδέες του δέκατου ένατου αιώνα για τους νόμους της Φύσης. Τους νόμους της Φύσης, τους φτιάχνουμε εμείς.»
«Όχι! Δεν εξουσιάζετε καν αυτόν τον πλανήτη. Τι λες για την Ευρασία και την Ανατολασία; Δεν τις έχετε ακόμα κατακτήσει.»
«Δεν έχει σημασία. Θα τις κατακτήσουμε όταν θα μας συμφέρει. Και αν δεν τις κατακτήσουμε, τι μ’ αυτό; Μπορούμε να τις θέσουμε σε ανυπαρξία. Η Ωκεανία είναι ο κόσμος ολόκληρος.»
...Θυμόταν ότι μέσα στη μνήμη του υπήρχαν αντίθετα πράγματα, αλλά ήταν αναμνήσεις ψεύτικες, προϊόντα αυθυποβολής. Πόσο εύκολα ήταν όλα! Αρκούσε μόνο να παραδοθείς, και όλα τα άλλα ακολουθούσαν. Ήταν σαν να κολυμπάς ενάντια σε ένα ρεύμα που σε παρέσυρε προς τα πίσω όσο σκληρά κι αν πάλευες, κι ύστερα, ξαφνικά, να αποφάσισες να κάνεις στροφή και να ακολουθήσεις το ρεύμα αντί να το πολεμάς. Τίποτα δεν είχε αλλάξει εκτός από τη δική σου στάση: αυτό που ήταν να γίνει, θα γινόταν οπωσδήποτε. Σχεδόν δεν ήξερε καν γιατί είχε επαναστατήσει. Όλα ήταν εύκολα, μόνο...!
Όλα μπορούσαν να είναι αλήθεια. Οι λεγόμενοι νόμοι της Φύσης ήταν ανοησίες. Ο νόμος της βαρύτητας ήταν ανοησία. «Αν ήθελα», είχε πει ο Ο’ Μπράιεν, «θα μπορούσα να ανυψωθώ από αυτό το πάτωμα και να πετάξω στον αέρα σαν σαπουνόφουσκα». Ο Ουίνστον μελέτησε αυτή τη φράση. «Αν ΑΥΤΟΣ νομίζει πως υψώνεται από το πάτωμα και ΕΓΩ ταυτόχρονα νομίζω πως τον βλέπω να το κάνει, τότε αυτό γίνεται στα αλήθεια».
Ξαφνικά, σαν ένα κομμάτι από βυθισμένο ναυάγιο που ανεβαίνει στην επιφάνεια του νερού, μια σκέψη ξέσπασε στο μυαλό του: «Δεν συμβαίνει στα αλήθεια. Το φανταζόμαστε. Είναι παραίσθηση.» Έδιωξε αμέσως τη σκέψη. Η πλάνη ήταν ολοφάνερη. Προϋπέθετε ότι κάπου αλλού, έξω από τον εαυτό σου, υπήρχε ένας «πραγματικός» κόσμος όπου συνέβαιναν «πραγματικά» γεγονότα. Μα πώς θα μπορούσε να υπάρχει τέτοιος κόσμος; Ποια γνώση έχουμε για οτιδήποτε, χωρίς τη μεσολάβηση του μυαλού μας; Ότι συμβαίνει είναι μέσα στο μυαλό μας. Ό,τι συμβαίνει σε όλα τα μυαλά, συμβαίνει πραγματικά.
Δεν είχε καμία δυσκολία να ξεφορτωθεί την πλάνη και δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο να υποκύψει σε αυτήν. Συνειδητοποίησε, ωστόσο, ότι δεν έπρεπε ποτέ να του είχε περάσει από το μυαλό. Το μυαλό πρέπει να σβήνει εν τη γενέσει της κάθε επικίνδυνη σκέψη. Η διαδικασία πρέπει να είναι αυτόματη, ενστικτώδης. Στη Νέα Ομιλία, αυτό το έλεγαν Εγκλημασταματώ.