Άλντους Χάξλεϋ
Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος
- Επιλεγμένα αποσπάσματα -
Η επιλογή των συγκεκριμένων αποσπασμάτων
αποσκοπεί στο να τονίσει εν συντομία ορισμένες από τις πιο σημαντικές πτυχές του βιβλίου. Φυσικά η ανάγνωσή τους, όσο σημαντική κι αν είναι, δεν υποκαθιστά την ανάγνωση όλου του βιβλίου.
....Μέχρι τη στιγμή εκείνη, από το αρχικό ωάριο ήταν πολύ πιθανό να προκύψουν από οκτώ έως ενενήντα έξι έμβρυα – μια τεράστια βελτίωση, θα συμφωνήσετε, των νόμων της φύσης. Πανομοιότυποι δίδυμοι – αλλά όχι σε ταπεινές δυάδες και τριάδες όπως τον παλιό καιρό της ενδομήτριας παραγωγής, όταν ένα έμβρυο μερικές φορές διαιρείτο τυχαία, αλλά σε δεκάδες, σε εικοσάδες πλέον κάθε φορά.
«Εικοσάδες», επανέλαβε ο Διευθυντής και άπλωσε τα χέρια του, σαν να μοίραζε σπάταλα. «Εικοσάδες.»
Αλλά ένας από τους μαθητές ήταν αρκετά ανόητος ώστε να ρωτήσει πού βρισκόταν το πλεονέκτημα.
«Καλό μου παιδί!» Ο Διευθυντής στράφηκε απότομα προς το μέρος του. «Δεν αντιλαμβάνεσαι; Δεν αντιλαμβάνεσαι;» Σήκωσε το ένα του χέρι· η έκφρασή του προκαλούσε δέος. «Η Διαδικασία Μπουκανόφσκι είναι ένα από τα κύρια εργαλεία κοινωνικής σταθερότητας!»
Κύρια εργαλεία κοινωνικής σταθερότητας.
Τυποποιημένοι άνδρες και γυναίκες, σε ομοιόμορφες φουρνιές. Ένα ολόκληρο μικρό εργοστάσιο επανδρωμένο με τα προϊόντα ενός και μόνο ωαρίου.
«Ενενήντα έξι πανομοιότυποι δίδυμοι να δουλεύουν ενενήντα έξι πανομοιότυπες μηχανές!» Η φωνή του σχεδόν έτρεμε από ενθουσιασμό. «Ξέρεις πραγματικά πού βρίσκεσαι. Για πρώτη φορά στην ιστορία.» Ανέφερε το πλανητικό σύνθημα: «Κοινότητα, Ταυτότητα, Σταθερότητα». Σπουδαία λόγια. «Αν μπορούσαμε να εφαρμόζουμε επ’ αόριστον τη Διαδικασία Μπουκανόφσκι, το όλο πρόβλημα θα είχε λυθεί.»
Θα είχε λυθεί με τυποποιημένους Γάμμα, πανομοιότυπους Δέλτα, ομοιόμορφους Έψιλον. Εκατομμύρια ίδιων διδύμων. Η αρχή της μαζικής παραγωγής εφαρμοσμένη, επιτέλους, στη βιολογία.
...«Θερμική προετοιμασία», είπε ο κ. Φόστερ.
Ζεστά τούνελ που εναλλάσσονταν με κρύα. Το κρύο συνδυαζόταν με την παρενόχληση από ισχυρή ακτινοβολία Χ. Μέχρι να είναι έτοιμα να μεταφερθούν, τα έμβρυα ανέπτυσσαν έναν τρόμο στο ψύχος. Προορίζονταν να μεταναστεύσουν σε τροπικά κλίματα, να γίνουν ανθρακωρύχοι, υφαντές οξικής μετάξης και χαλυβουργοί. Αργότερα το μυαλό τους θα εκπαιδευόταν να υποστηρίζει τις παρορμήσεις του σώματός τους. «Τα προσαρμόζουμε να ευδοκιμούν στη ζέστη», κατέληξε ο κ. Φόστερ. «Οι συνάδελφοί μας στον επάνω όροφο θα τους μάθουν να τη λατρεύουν.»
«Και αυτό», επενέβη ο Διευθυντής επιγραμματικά, «αυτό είναι το μυστικό της ευτυχίας και της αρετής – να σου αρέσει αυτό που πρέπει να κάνεις. Όλος ο προγραμματισμός αποσκοπεί σε αυτό: να κάνει τους ανθρώπους να απολαμβάνουν το αναπόφευκτο κοινωνικό πεπρωμένο τους.»
...Άφησαν τον κ. Φόστερ στην Αίθουσα Εκφιαλώσεων. Ο Διευθυντής και οι σπουδαστές του μπήκαν στον πλησιέστερο ανελκυστήρα και ανέβηκαν στον πέμπτο όροφο.
ΒΡΕΦΟΚΟΜΕΙΑ. ΘΑΛΑΜΟΙ ΝΕΟΠΑΒΛΟΦΙΑΝΟΥ ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ, έγραφε η πινακίδα.
Ο Διευθυντής άνοιξε μια πόρτα. Βρέθηκαν σε μια μεγάλη γυμνή αίθουσα, πολύ φωτεινή και ηλιόλουστη, γιατί ολόκληρος ο νότιος τοίχος της ήταν ένα μεγάλο παράθυρο. Μισή ντουζίνα νοσοκόμες ντυμένες με παντελόνια και σακάκια τής, σύμφωνα με τον κανονισμό, λευκής στολής από συνθετικό μετάξι, και τα μαλλιά τους αποστειρωτικά κρυμμένα κάτω από τα λευκά κασκέτα τους, τοποθετούσαν στο πάτωμα, σε μια μακριά σειρά, βάζα με τριαντάφυλλα. Μεγάλα ολάνθιστα βάζα. Χιλιάδες πέταλα, ώριμα και μεταξένια απαλά, σαν τα μάγουλα αναρίθμητων μικρών χερουβείμ. Τα χερουβείμ όμως, μέσα σε αυτό το λαμπερό φως, δεν ήταν αποκλειστικά ροδαλά και Άρια, αλλά και φωτεινά Κινεζάκια, επίσης Μεξικανάκια που είχαν κοκκινήσει μέχρι αποπληξίας, φυσώντας τις ουράνιες τρομπέτες τους, κι άλλα χλωμά σαν τον θάνατο, χλωμά, με τη μεταθανάτια λευκότητα του μαρμάρου.
Σαν μπήκε ο Διευθυντής, οι νοσοκόμες στάθηκαν σε προσοχή.
«Βγάλτε τα βιβλία», είπε κοφτά.
Σιωπηλά οι νοσοκόμες υπάκουσαν την εντολή του. Τοποθέτησαν επιμελώς τα βιβλία ανάμεσα στα βάζα με τα τριαντάφυλλα – μια σειρά από βιβλία ανοιγμένα ελκυστικά το καθένα σε κάποια χαρούμενα χρωματισμένη εικόνα θηρίου ή ψαριού ή πουλιού.
«Τώρα φέρτε τα παιδιά.»
Βγήκαν βιαστικά από το δωμάτιο και επέστρεψαν σε ένα ή δύο λεπτά, σπρώχνοντας η καθεμιά τους κάτι σαν ένα ψηλό τραπεζάκι για σερβίρισμα φορτωμένο, και στα τέσσερα ράφια του με συρμάτινο δίχτυ, με μωρά οκτώ μηνών, όλα ακριβώς ίδια (μια Ομάδα Μπουκανόφσκι, ήταν εμφανές) και όλα (αφού η κάστα τους ήταν η Δέλτα) ντυμένα στα χακί.
«Αφήστε τα στο πάτωμα.»
Ξεφόρτωσαν τα μωρά.
«Τώρα γυρίστε τα, ώστε να βλέπουν τα λουλούδια και τα βιβλία.»
Μόλις τα γύρισαν, τα μωρά σώπασαν αμέσως, κι ύστερα άρχισαν να μπουσουλάνε προς εκείνο το σύμπλεγμα από φωτεινά χρώματα, αυτά τα σχήματα τα τόσο χαριτωμένα και λαμπερά στις λευκές σελίδες. Καθώς πλησίαζαν, ο ήλιος ξεπρόβαλε από μια στιγμιαία έκλειψη πίσω από ένα σύννεφο. Τα τριαντάφυλλα φλογίστηκαν σαν από ένα ξαφνικό εσωτερικό πάθος· μια νέα και βαθιά σημασία φαινόταν να κατακλύζει τις λαμπερές σελίδες των βιβλίων. Από τις συστοιχίες των μωρών που προχωρούσαν μπουσουλώντας έβγαιναν μικρά ξεφωνητά ενθουσιασμού, γουργουρίσματα και τιτιβίσματα ευχαρίστησης.
Ο Διευθυντής έτριψε τα χέρια του. «Έξοχα!» είπε. «Ούτε επίτηδες να το είχαμε οργανώσει.»
Τα πιο κινητικά μωρά ήταν ήδη στον στόχο τους. Μικρά χέρια απλώνονταν αβέβαια, άγγιζαν, έσφιγγαν, μαδώντας τα μεταμορφωμένα τριαντάφυλλα και τσαλακώνοντας τις φωτισμένες σελίδες των βιβλίων. Ο Διευθυντής περίμενε έως ότου όλα ήταν χαρούμενα κι απασχολημένα. Στη συνέχεια, είπε: «Κοιτάξτε προσεκτικά». Και, σηκώνοντας το χέρι του, έδωσε το σύνθημα.
Η Προϊσταμένη, που στεκόταν δίπλα σε έναν πίνακα με διακόπτες στην άλλη άκρη του δωματίου, κατέβασε έναν μικρό μοχλό.
Ακούστηκε μια σφοδρή έκρηξη. Μια σειρήνα στρίγγλιζε, όλο και φρικτότερα. Τα κουδούνια του συναγερμού χτυπούσαν σαν τρελά.
Τα παιδιά άρχισαν να ουρλιάζουν· τα πρόσωπά τους παραμορφώνονταν από τον τρόμο.
«Και τώρα», φώναξε ο Διευθυντής (γιατί ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός), «τώρα εντείνουμε το μάθημα με ένα ελαφρύ ηλεκτροσόκ.»
Κούνησε ξανά το χέρι του και η Προϊσταμένη κατέβασε έναν δεύτερο μοχλό. Το ουρλιαχτό των μωρών άλλαξε ξαφνικά τον τόνο του. Υπήρχε κάτι σπαρακτικό, σχεδόν παρανοϊκό, στις φρικτές σπασμωδικές φωνές που έβγαιναν από τα μικρά λαρύγγια τους. Τα κορμάκια τους συσπώνταν και κοκκάλωναν. Τα άκρα τους τινάζονταν σαν να τα τραβούσαν με δύναμη αόρατα σύρματα.
«Μπορούμε να ηλεκτρίσουμε ολόκληρη αυτή τη λωρίδα δαπέδου», φώναξε ο Διευθυντής εξηγώντας. «Αλλά αυτό είναι αρκετό», έκανε σήμα στη νοσοκόμα.
Οι εκρήξεις σταμάτησαν, τα κουδούνια και το ξεφωνητό της σειρήνας έσβησαν σταδιακά. Τα συσπασμένα, δύσκαμπτα σώματά τους χαλάρωσαν και αυτό που ήταν το αναφιλητό και το ουρλιαχτό μανιασμένων βρεφών απλώθηκε και πάλι σαν την κανονική κραυγή ενός συνηθισμένου τρόμου.
«Προσφέρετέ τους ξανά τα λουλούδια και τα βιβλία.»
Οι νοσοκόμες υπάκουσαν· αλλά σαν πλησίαζαν τα τριαντάφυλλα, στη θέα και μόνο εκείνων των χαρούμενα χρωματισμένων εικόνων με τα γατάκια, τα κοκοράκια που κικίριζαν και τα μαύρα προβατάκια που βέλαζαν, τα βρέφη ζάρωσαν απομακρυνόμενα με τρόμο κι η ένταση της κραυγής τους ξαφνικά δυνάμωσε.
«Παρατηρήστε», είπε ο Διευθυντής θριαμβευτικά, «παρατηρήστε.»
Βιβλία και δυνατοί θόρυβοι, λουλούδια και ηλεκτροσόκ είχαν κατά κάποιο τρόπο ήδη ζευγαρωθεί στα βρεφικά μυαλά· και μετά από διακόσιες επαναλήψεις του ίδιου ή κάποιου παρόμοιου μαθήματος, θα παντρεύονταν ακατάλυτα. Αυτό που ο άνθρωπος θα ενώσει στο μυαλό του, η φύση είναι αδύναμη να το διαχωρίσει.
«Θα μεγαλώσουν με αυτό που οι ψυχολόγοι συνήθιζαν να αποκαλούν “ενστικτώδες” μίσος για τα βιβλία και τα λουλούδια. Αντανακλαστικά τελεσίδικα προκαθορισμένα. Θα είναι ασφαλή από τα βιβλία και τα φυτά για όλη τους τη ζωή.» Ο Διευθυντής στράφηκε στις νοσοκόμες του. «Πάρτε τα ξανά.»
Εξακολουθώντας να φωνάζουν, τα χακί μωρά φορτώθηκαν στα καρότσια τους και τα κύλισαν έξω από την αίθουσα, αφήνοντας πίσω τους μια μυρωδιά από ξινό γάλα και μια τόσο ευπρόσδεκτη σιωπή.
...«Θα έλεγε κανείς ότι πάμε να του κόψουμε το λαρύγγι», είπε ο Ελεγκτής, καθώς έκλεινε η πόρτα. «Ενώ, αν είχε την παραμικρή συναίσθηση, θα καταλάβαινε ότι η τιμωρία του είναι στην πραγματικότητα μια ανταμοιβή. Γιατί θα σταλεί σε νησί. Δηλαδή, θα σταλεί σε ένα μέρος όπου θα συναντήσει το πιο ενδιαφέρον σύνολο ανδρών και γυναικών που υπάρχουν οπουδήποτε στον κόσμο. Όλους εκείνους που, για τον ένα ή για τον άλλο λόγο, απέκτησαν υπερβολική αυτοσυνείδηση και δεν ταιριάζουν στην κοινοτική ζωή. Όλους τους ανθρώπους που δεν είναι ικανοποιημένοι με την ορθοδοξία, που απέκτησαν δικές τους ανεξάρτητες αντιλήψεις. Όλους όσους, τελικά, είναι κάποιοι. Σχεδόν σας ζηλεύω, κύριε Ουώτσον.»
Ο Χέλμχολζ γέλασε. «Τότε γιατί δε βρίσκεστε κι εσείς σε κάποιο νησί;»
«Επειδή, τελικά, προτίμησα αυτό», απάντησε ο Διαχειριστής. «Μου δόθηκε η ευκαιρία της επιλογής.»
...«Είμαστε τυχεροί», πρόσθεσε ύστερα από παύση, «που υπάρχουν τόσα πολλά νησιά στον κόσμο. Δεν ξέρω τι θα κάναμε χωρίς αυτά. Θα σας βάζαμε όλους στον θάλαμο αερίων, υποθέτω.»