Όσκαρ Ουάιλντ / Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας
show demo
español
русский
português
日本語
italiano
deutsch
français
english
中文
العربية
ελληνικά











Όσκαρ Ουάιλντ


Ο ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ











  – Eικονογράφηση: Ch. Robinson –









  Ψηλά πάνω από την πόλη, τοποθετημένο σε μια μεγάλη κολώνα, έστεκε το άγαλμα του Eυτυχισμένου Πρίγκιπα. Ήταν επικαλυμμένο παντού με λεπτά φύλλα καθαρού χρυσού, είχε δυο φωτεινά ζαφείρια για μάτια, και ένα μεγάλο κόκκινο ρουμπίνι έλαμπε στη λαβή του ξίφους του.


  Απολάμβανε πράγματι τον θαυμασμό όλων. «Είναι τόσο όμορφος όσο και ένας ανεμοδείκτης», παρατήρησε ένας από τους Δημοτικούς Συμβούλους που επιθυμούσε να γίνει γνωστός για τα καλλιτεχνικά του γούστα· «απλά όχι και τόσο χρήσιμος», πρόσθεσε, φοβούμενος μήπως οι άνθρωποι θα τον θεωρούσαν ως μη πρακτικό, κάτι που βεβαίως δεν ίσχυε.


  «Γιατί δε μπορείς να είσαι κι εσύ σαν το Ευτυχισμένο Πρίγκιπα;» ρώτησε μια γνωστική μητέρα το μικρό της αγόρι που έκλαιγε ζητώντας τον ουρανό με τα άστρα. «Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας ούτε που φαντάζεται να κλάψει για οτιδήποτε.»


  «Ευτυχώς που υπάρχει κάποιος στον κόσμο που είναι πανευτυχής», μουρμούρισε ένας απογοητευμένος άνδρας καθώς θαύμαζε το υπέροχο άγαλμα.


  «Μοιάζει ακριβώς σαν άγγελος», είπαν τα Παιδιά του Φιλόπτωχου καθώς έβγαιναν από τον καθεδρικό ναό με τους φωτεινούς κατακόκκινους μανδύες τους και τις καθαρές λευκές ποδιές τους.


  «Πώς το ξέρετε;» είπε ο Διδάσκαλος των Μαθηματικών, «δεν είδατε ποτέ σας κανέναν.»


  «Α! μα είδαμε, στα όνειρά μας», απάντησαν τα παιδιά· και ο Διδάσκαλος των Μαθηματικών συνοφρυώθηκε και φάνηκε πολύ αυστηρός, γιατί δεν επιδοκίμαζε την ονειροπόληση των παιδιών.


  Μια νύχτα πέταξε εκεί, πάνω από την πόλη ένα μικρό Χελιδόνι. Οι φίλοι του είχαν φύγει για την Αίγυπτο έξι εβδομάδες πριν, όμως εκείνο είχε μείνει πίσω, γιατί ήταν ερωτευμένο με την πιο όμορφη Καλαμιά. Την είχε γνωρίσει νωρίς την άνοιξη καθώς πέταγε ακολουθώντας τον ποταμό κυνηγώντας έναν μεγάλο κίτρινο σκόρο, και το είχε τόσο προσελκύσει η λυγερή της μέση που σταμάτησε για να της μιλήσει.


  «Θα μπορούσα να σε αγαπήσω;» είπε το Χελιδόνι, που του άρεσε να έρχεται κατευθείαν στο θέμα, και η Καλαμιά του έκανε μια χαμηλή υπόκλιση. Έτσι πέταξε ολόγυρά της, ακουμπώντας το νερό με τα φτερά του, και κάνοντας ασημένιους κυματισμούς. Αυτή ήταν η ερωτοτροπία του, και κράτησε όλο το καλοκαίρι.


  «Είναι μια γελοία δέσμευση», τιτίβιζαν τα άλλα Χελιδόνια· «δεν έχει καθόλου χρήματα, και έχει υπερβολικά πολλές σχέσεις»· και πράγματι το ποτάμι ήταν σχεδόν γεμάτο Καλαμιές. Ύστερα, όταν ήρθε το φθινόπωρο πέταξαν όλα μακριά.


  Αφού έφυγαν ένοιωσε μοναξιά, και άρχισε να κουράζεται από την αγαπημένη του. «Δε συζητά μαζί μου», είπε, «και φοβάμαι πως είναι κοκέτα, γιατί πάντα φλερτάρει με τον άνεμο». Και αναμφίβολα, όποτε ο άνεμος φυσούσε, η Καλαμιά έκανε τις πιο πρόσχαρες περιπτύξεις. «Παραδέχομαι πως είναι κατάλληλη για μια οικογενειακή ζωή», συνέχισε, «όμως αγαπώ τα ταξίδια, και η γυναίκα μου, συνεπώς, θα έπρεπε ομοίως να τα αγαπά.»


  «Θα έρθεις να φύγουμε μαζί;» της είπε τελικά· όμως η Καλαμιά κούνησε το κεφάλι της, ήταν τόσο προσκολλημένη στο σπίτι της.


  «Έπαιξες μαζί μου», φώναξε. «Φεύγω για τις Πυραμίδες. Αντίο!» και πέταξε μακριά.


  Όλη τη διάρκεια της μέρας πετούσε, και σαν ήρθε η νύχτα έφτασε στην πόλη. «Που να διανυκτερεύσω;» είπε· «ελπίζω η πόλη να έχει κάνει τις κατάλληλες προετοιμασίες.»






  Τότε είδε το άγαλμα στην ψηλή κολώνα.


  «Θα μείνω εδώ», αναφώνησε· «είναι μια όμορφη θέση, με άφθονο φρέσκο αέρα.» Έτσι κατέβηκε και τακτοποιήθηκε ανάμεσα ακριβώς στα πόδια του Ευτυχισμένου Πρίγκιπα.


  «Έχω μια χρυσή κρεβατοκάμαρα», είπε σιγανά στον εαυτό του καθώς κοίταζε γύρω του, και ετοιμάστηκε να κοιμηθεί· όμως καθώς έβαζε το κεφάλι του κάτω από το φτερό του μια μεγάλη σταγόνα νερού έπεσε πάνω του. «Τι παράξενο πράγμα!» αναφώνησε· «δεν υπάρχει ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό, τα άστρα είναι τελείως καθάρια και λαμπερά, κι όμως βρέχει. Το κλίμα στο βορρά της Ευρώπης είναι πραγματικά φοβερό. Στην Καλαμιά άρεσε η βροχή, μα αυτό ήταν μονάχα η φιλαυτία της.»


  Τότε έπεσε μια ακόμα σταγόνα.


  «Ποια είναι η χρησιμότητα ενός αγάλματος αν δεν μπορεί να κρατήσει μακριά τη βροχή;» είπε· «πρέπει να ψάξω για μια καλή καμινάδα», και αποφάσισε να φύγει.


  Μα πριν να ανοίξει τα φτερά του, μια τρίτη σταγόνα έπεσε, και κοίταξε ψηλά, και είδε — Α! τι είδε;


  Τα μάτια του Ευτυχισμένου Πρίγκιπα ήταν γεμάτα με δάκρυα, και δάκρυα κυλούσαν στα χρυσά του μάγουλα. Το πρόσωπό του ήταν τόσο όμορφο στο φεγγαρόφωτο που το μικρό Χελιδόνι γέμισε από οίκτο.


  «Ποιος είσαι;» είπε.


  «Είμαι ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας.»


  «Τότε γιατί δακρύζεις;» ρώτησε το Χελιδόνι· «με μούσκεψες εντελώς.»


  «Τότε που ήμουν ζωντανός και είχα μια ανθρώπινη καρδιά», απάντησε το άγαλμα, «δεν ήξερα τι είναι τα δάκρυα, γιατί ζούσα στο Παλάτι του Σαν-Σουσί, όπου η θλίψη δεν επιτρέπεται να μπει. Στη διάρκεια της μέρας έπαιζα με τους συντρόφους μου στον κήπο, και το βράδυ οδηγούσα το χορό στη Μεγάλη Σάλα. Γύρω από τον κήπο υπήρχε ένας πανύψηλος τοίχος, αλλά ποτέ δε νοιάστηκα να μάθω τι υπήρχε πέρα από αυτόν, όλα γύρω μου ήταν τόσο όμορφα. Οι αυλικοί με φώναζαν ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας, και πράγματι ήμουν ευτυχισμένος, αν η απόλαυση είναι ευτυχία. Έτσι έζησα, και έτσι πέθανα. Και τώρα που είμαι νεκρός με έστησαν εδώ πάνω τόσο ψηλά που μπορώ να δω όλη την ασχήμια και όλη την αθλιότητα της πόλης μου, και παρά το ότι η καρδιά μου είναι φτιαγμένη από μολύβι, ωστόσο δεν έχω άλλη επιλογή από το να δακρύζω.»


  «Τι! δεν είναι όλος από συμπαγές χρυσάφι;» είπε στον εαυτό του το Χελιδόνι. Ήταν πολύ ευγενικό για να διατυπώσει δυνατά οποιαδήποτε προσωπική παρατήρηση.


  «Πέρα μακριά», συνέχισε το άγαλμα με μια χαμηλή μελωδική φωνή, «πέρα μακριά σε ένα μικρό δρομάκι υπάρχει ένα φτωχόσπιτο. Ένα από τα παράθυρα είναι ανοιχτό, και από εκείνο μπορώ να δω μια γυναίκα καθισμένη σε ένα τραπέζι. Το πρόσωπό της είναι λεπτό και ταλαιπωρημένο, και έχει σκληρά, κόκκινα χέρια, κατατρυπημένα από τη βελόνα, γιατί είναι ράφτρια. Κεντά πασιφλόρες, λουλούδια του πάθους, στο σατινένιο φόρεμα για την ομορφότερη από τις κυρίες της τιμής της Βασίλισσας, να το φορέσει στον επόμενο Χορό της Αυλής. Σε ένα κρεβάτι στη γωνιά του δωματίου το μικρό της αγόρι είναι ξαπλωμένο άρρωστο. Έχει πυρετό, και ζητά πορτοκάλια. Η μητέρα του δεν έχει τίποτα να του δώσει παρά νερό από το ποτάμι, κι έτσι εκείνο κλαίει. Χελιδόνι, Χελιδόνι, μικρό Χελιδονάκι, δε θα της πας το ρουμπίνι που βρίσκεται στη λαβή του ξίφους μου; Τα πόδια μου είναι δεμένα σε αυτό το βάθρο και δε μπορώ να κουνηθώ.»



Το Παλάτι του Σαν-Σουσί

Η ομορφότερη από τις κυρίες της τιμής



  «Με περιμένουν στην Αίγυπτο», είπε το Χελιδόνι. «Οι φίλοι μου πετούν πάνω και κάτω στο Νείλο, και μιλούν στα μεγάλα λουλούδια του λωτού. Σύντομα θα πάνε για ύπνο στον τάφο του μεγάλου Βασιλιά. Ο Βασιλιάς βρίσκεται ο ίδιος εκεί στο ζωγραφισμένο του φέρετρο. Είναι τυλιγμένος σε κίτρινο λινό ύφασμα, και βαλσαμωμένος με αρώματα. Γύρω από το λαιμό του υπάρχει μια αλυσίδα από ωχρές πράσινες πέτρες νεφρίτη, και τα χέρια του είναι σαν μαραμένα φύλλα.»


  «Χελιδόνι, Χελιδόνι, μικρό Χελιδονάκι», είπε ο Πρίγκιπας, «δε θα μείνεις μαζί μου για μια νύχτα, να γίνεις ο αγγελιοφόρος μου; Το αγόρι είναι τόσο διψασμένο, και η μητέρα τόσο θλιμμένη.»


  «Δε νομίζω πως συμπαθώ τα αγόρια», απάντησε το Χελιδόνι. «Πέρυσι το καλοκαίρι, όταν έμενα στο ποτάμι, υπήρχαν δύο σκληρόκαρδα αγόρια, τα παιδιά του μυλωνά, που πάντα μου πέταγαν πέτρες. Δε με χτύπησαν ποτέ, φυσικά· εμείς τα χελιδόνια πετούμε υπερβολικά καλά για να συμβεί κάτι τέτοιο, και άλλωστε, εγώ προέρχομαι από μια οικογένεια φημισμένη για την επιδεξιότητά της· αλλά και πάλι, ήταν μια ένδειξη έλλειψης σεβασμού.»


  Όμως ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας έμοιαζε τόσο θλιμμένος που το μικρό Χελιδόνι ένοιωσε λύπη. «Κάνει πολύ κρύο εδώ», είπε· «όμως θα μείνω κοντά σου για μια νύχτα, και θα ’μαι ο αγγελιοφόρος σου.»


  «Ευχαριστώ, μικρό Χελιδονάκι», είπε ο Πρίγκιπας.






  Έτσι το Χελιδόνι έβγαλε προσεκτικά το μεγάλο ρουμπίνι από το ξίφος του Πρίγκιπα, και πέταξε με εκείνο στο ράμφος του μακριά, πάνω από τις στέγες της πόλης.


  Προσπέρασε τον πύργο του καθεδρικού ναού, όπου λευκοί μαρμαρένιοι άγγελοι ήταν σμιλεμένοι. Πέρασε από το παλάτι και άκουσε τον ήχο του χορού. Ένα όμορφο κορίτσι βγήκε στο μπαλκόνι με τον αγαπημένο της. «Πόσο όμορφα είναι τα αστέρια», της είπε εκείνος, «και πόσο υπέροχη η δύναμη της αγάπης!»


  «Ελπίζω το φόρεμά μου να είναι έτοιμο εγκαίρως για τον Βασιλικό Χορό», αποκρίθηκε εκείνη· «Παρήγγειλα να κεντήσουν πάνω του λουλούδια του πάθους· όμως οι ράφτρες είναι τόσο τεμπέλες.»


  Πέρασε πάνω από το ποτάμι, και είδε τα φανάρια να κρέμονται στα κατάρτια των πλοίων. Πέρασε πάνω από το Γκέτο, και είδε τους γέρους Εβραίους να παζαρεύουν μεταξύ τους, και να υπολογίζουν το βάρος των χρημάτων σε χάλκινες ζυγαριές. Επιτέλους έφτασε στο φτωχό σπίτι και κοίταξε μέσα του. Το αγόρι στριφογύριζε με πυρετό στο κρεβάτι του, και η μητέρα του είχε αποκοιμηθεί, ήταν τόσο κουρασμένη. Μπήκε με μικρά χοροπηδηχτά βήματα, και άφησε το μεγάλο ρουμπίνι στο τραπέζι, δίπλα στη δαχτυλήθρα της γυναίκας. Ύστερα πέταξε ευγενικά γύρω από το κρεβάτι, κάνοντας με τα φτερά του αέρα στο μέτωπο του αγοριού. «Πόση δροσιά αισθάνομαι!» είπε το αγόρι, «πρέπει να καλυτερεύω»· και βυθίστηκε σε έναν γλυκό λήθαργο.


  Ύστερα το Χελιδόνι πέταξε πίσω στον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα, και του είπε τι είχε κάνει. «Είναι παράξενο», παρατήρησε, «αλλά νοιώθω σχεδόν ζεστό τώρα, παρά το ότι έχει τόσο κρύο.»


  «Αυτό συμβαίνει γιατί έκανες μια καλή πράξη», απάντησε ο Πρίγκιπας. Και το μικρό Χελιδόνι άρχισε να σκέφτεται, κι ύστερα αποκοιμήθηκε. Οι σκέψεις πάντα το έκαναν να νυστάζει.


  Όταν χάραξε η μέρα, πέταξε κάτω στο ποτάμι κι έκανε το μπάνιο του. «Τι αξιοπρόσεκτο φαινόμενο», είπε ο Καθηγητής της Ορνιθολογίας καθώς περνούσε από τη γέφυρα. «Ένα χελιδόνι τον χειμώνα!» Και έγραψε ένα μακροσκελές γράμμα για αυτό στην τοπική εφημερίδα. Όλοι επαναλάμβαναν αργότερα αποσπάσματα από εκείνο, ήταν τόσο γεμάτο από λέξεις που δε μπορούσαν να καταλάβουν.


  «Σήμερα πηγαίνω στην Αίγυπτο», είπε το Χελιδόνι, και ήταν τόσο ευδιάθετο για αυτή την προοπτική. Επισκέφτηκε όλα τα δημόσια μνημεία, και έκατσε για αρκετή ώρα στην κορυφή του καμπαναριού της εκκλησίας. Όπου κι αν πήγαινε τα σπουργίτια τιτίβιζαν, κι έλεγαν το ένα στο άλλο, «Τι διακεκριμένος ξένος!» έτσι απόλαυσε τη βόλτα του πολύ.


  Όταν ανέτειλε το φεγγάρι, πέταξε πίσω στον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα. «Έχεις κάποια παραγγελία για την Αίγυπτο;» φώναξε· «τώρα ξεκινώ.»


  «Χελιδόνι, Χελιδόνι, μικρό Χελιδονάκι μου», είπε ο Πρίγκιπας, «δε θα μείνεις μαζί μου μια νύχτα παραπάνω;»






  «Με περιμένουν στην Αίγυπτο», απάντησε το Χελιδόνι. «Αύριο οι φίλοι μου θα πετάξουν ως τον Δεύτερο Καταρράχτη. Ο ιπποπόταμος ξαπλώνει εκεί, ανάμεσα στα φυτά του ποταμού, και πάνω σε ένα μεγάλο γρανιτένιο θρόνο κάθεται ο Θεός Μέμνωνας. Όλη τη νύχτα κοιτάζει τ’ άστρα, κι όταν ο Αυγερινός λάμψει, βγάζει μια κραυγή χαράς και ύστερα απομένει σιωπηλός. Το μεσημέρι τα κίτρινα λιοντάρια κατεβαίνουν στην άκρη του νερού για να πιούν. Έχουν μάτια σαν πράσινους λίθους βηρύλλου, και ο βρυχηθμός τους είναι δυνατότερος από τη βοή του καταρράχτη.»


  «Χελιδόνι, Χελιδόνι, μικρό Χελιδονάκι», είπε ο Πρίγκιπας, «πέρα μακριά στην άκρη της πόλης βλέπω ένα νέο άνδρα σε μια σοφίτα. Είναι σκυμμένος πάνω σε ένα γραφείο καλυμμένο με χαρτιά, και σε ένα ποτήρι δίπλα του βρίσκεται ένα μπουκέτο από μαραμένες βιολέτες. Τα μαλλιά του είναι καστανά και σγουρά, και τα χείλια του κόκκινα σαν το ρόδι, κι έχει μεγάλα κι ονειροπόλα μάτια. Προσπαθεί να τελειώσει ένα έργο για τον Διευθυντή του Θεάτρου, αλλά κάνει πολύ κρύο για να μπορεί πια να γράψει. Δεν υπάρχει φωτιά στο τζάκι, και από την πείνα είναι έτοιμος να λιποθυμήσει.»


  «Θα μείνω κοντά σου μια νύχτα παραπάνω», είπε το Χελιδόνι, που ήταν στ’ αλήθεια καλόψυχο. «Να του πάω ένα ακόμα ρουμπίνι;»


  «Αλίμονο! Δεν έχω άλλα ρουμπίνια πλέον», είπε ο Πρίγκιπας· «τα μάτια μου είναι ό,τι μου έχει μείνει. Είναι φτιαγμένα από σπάνια ζαφείρια, φερμένα από την Ινδία χίλια χρόνια πριν. Βγάλε το ένα από αυτά και πήγαινέ του το. Θα το πουλήσει στον κοσμηματοπώλη, θα αγοράσει φαγητό και καυσόξυλα, και θα τελειώσει το έργο του.»


  «Αγαπημένε μου Πρίγκιπα», είπε το Χελιδόνι, «δε μπορώ να το κάνω αυτό»· και άρχισε να κλαίει.


  «Χελιδόνι, Χελιδόνι, μικρό Χελιδονάκι», είπε ο Πρίγκιπας, «κάνε αυτό που σε προστάζω.»


  Έτσι το Χελιδόνι έβγαλε απότομα το μάτι του Πρίγκιπα, και πέταξε μακριά, στην σοφίτα του σπουδαστή. Ήταν αρκετά εύκολο να μπει μέσα, καθώς υπήρχε μια τρύπα στη στέγη. Μέσα από εκείνη πέρασε ταχύτατα, και βρέθηκε στο δωμάτιο. Ο νεαρός άνδρας είχε το κεφάλι του χωμένο στα χέρια του, κι έτσι δεν άκουσε το φτερούγισμα του πουλιού. Όταν το σήκωσε είδε το πανέμορφο ζαφείρι πάνω στις μαραμένες βιολέτες.


  «Αρχίζουν να με εκτιμούν», αναφώνησε· «αυτό είναι από κάποιον μεγάλο θαυμαστή. Τώρα μπορώ να τελειώσω το έργο μου», και έμοιαζε πολύ ευτυχισμένος.


  Την επόμενη μέρα το Χελιδόνι πέταξε κάτω στο λιμάνι. Έκατσε στο κατάρτι ενός μεγάλου σκάφους και έβλεπε τους ναύτες να βγάζουν με σκοινιά μεγάλα κιβώτια από το αμπάρι. «Έι, χοπ!» φώναζαν κάθε φορά που ένα κιβώτιο ανέβαινε. «Πάω στην Αίγυπτο!» φώναξε το Χελιδόνι, αλλά κανείς δε του έδωσε σημασία, κι όταν ανέτειλε το φεγγάρι πέταξε πίσω στον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα.


  «Ήρθα να σου πω αντίο», του φώναξε.


  «Χελιδόνι, Χελιδόνι, μικρό Χελιδονάκι μου», είπε ο Πρίγκιπας, «δε θα μείνεις μαζί μου μια νύχτα παραπάνω;»


  «Είναι χειμώνας», απάντησε το Χελιδόνι, «και το παγερό χιόνι σύντομα θα φτάσει κι εδώ. Στην Αίγυπτο ο ήλιος λάμπει ζεστός στα πράσινα φοινικόδενδρα, και οι κροκόδειλοι ξαπλώνουν στη λάσπη και κοιτούν γύρω τους τεμπέλικα. Οι σύντροφοί μου κτίζουν φωλιά στο Ναό του Βααλβέκ, και τα ρόδινα και λευκά περιστέρια τους κοιτάζουν, και γουργουρίζουν αναμεταξύ τους. Αγαπητέ Πρίγκιπα, πρέπει να σε αφήσω, όμως ποτέ δε θα σε ξεχάσω, και την επόμενη άνοιξη θα σου φέρω δυο όμορφα πετράδια να τα βάλουμε στη θέση αυτών που χάρισες. Το ρουμπίνι θα είναι πιο κόκκινο κι από ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, και το ζαφείρι θα είναι τόσο γαλάζιο όσο η απέραντη θάλασσα.»


  «Στην πλατεία, χαμηλά μας», είπε ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας, «στέκεται ένα μικρό κορίτσι που πουλά σπίρτα. Τα σπίρτα τής έπεσαν στο αυλάκι του δρόμου, και καταστράφηκαν όλα. Ο πατέρας της θα την χτυπήσει αν δεν φέρει σπίτι κάποια χρήματα, και κλαίει. Δεν έχει παπούτσια ή κάλτσες, και το κεφαλάκι της είναι γυμνό. Βγάλε το άλλο μου μάτι και δώσ’ της το, και ο πατέρας της δε θα τη χτυπήσει.»


  «Θα μείνω μαζί σου μια νύχτα ακόμα», είπε το Χελιδόνι, «αλλά δε μπορώ να αφαιρέσω το μάτι σου. Θα είσαι τότε τελείως τυφλός.»


  «Χελιδόνι, Χελιδόνι, μικρό Χελιδονάκι», είπε ο Πρίγκιπας, «κάνε αυτό που σε προστάζω.»


  Έτσι το Χελιδόνι έβγαλε και το άλλο μάτι του Πρίγκιπα και ρίχτηκε μαζί του με ορμή στον αέρα. Πέρασε σαν αστραπή μπροστά από το κορίτσι με τα σπίρτα, και γλίστρησε το πετράδι στην παλάμη του χεριού της. «Τι όμορφο κομματάκι γυαλιού!» αναφώνησε το μικρό κορίτσι· κι έτρεξε σπίτι, γελώντας.






  Τότε το Χελιδόνι επέστρεψε στον Πρίγκιπα. «Είσαι τυφλός τώρα», του είπε, «έτσι θα μείνω κοντά σου για πάντα.»


  «Όχι, μικρό Χελιδόνι», είπε ο φτωχός Πρίγκιπας, «πρέπει να φύγεις για την Αίγυπτο.»


  «Θα μείνω κοντά σου για πάντα», είπε το Χελιδόνι, και κοιμήθηκε στα πόδια του Πρίγκιπα.


  Όλη την επόμενη μέρα καθόταν στον ώμο του Πρίγκιπα, και του έλεγε ιστορίες από όσα είχε δει σε παράξενους τόπους. Του είπε για τις κόκκινες ίβιδες, που στέκονται σχηματίζοντας μακριές σειρές στις όχθες του Νείλου, και πιάνουν με τα ράμφη τους χρυσόψαρα· για τη Σφίγγα, που είναι τόσο παλιά όσο ο ίδιος ο κόσμος, και ζει στην έρημο, και γνωρίζει τα πάντα· για τους εμπόρους, που περπατούν αργά πλάι στις καμήλες τους και κρατούν στα χέρια τους κεχριμπαρένια κολιέ· για τον Βασιλιά των Βουνών του Φεγγαριού, που είναι μαύρος σαν τον έβενο, και έχει για θεό έναν μεγάλο κρύσταλλο· για το μεγάλο πράσινο φίδι που κοιμάται σε ένα φοινικόδενδρο, κι έχει είκοσι ιερείς να το ταΐζουνε μελόπιτες· και για τους πυγμαίους που σαλπάρουν σε μια μεγάλη λίμνη πάνω σε πλατιά επίπεδα φύλλα, και είναι πάντα σε πόλεμο με τις πεταλούδες.


  «Αγαπημένο μου Χελιδονάκι», είπε ο Πρίγκιπας, «μου μιλάς για πράγματα θαυμαστά, μα πιο θαυμαστό από όλα είναι ο πόνος ανδρών και γυναικών. Δεν υπάρχει Μυστήριο μεγαλύτερο από την Ανθρώπινη Εξαθλίωση. Πέτα πάνω από την πόλη μου, μικρό Χελιδόνι μου, και πες μου τι βλέπεις εκεί.»



Ο Βασιλιάς των Βουνών του Φεγγαριού

Είδε τους πλούσιους να διασκεδάζουν στα
όμορφα σπίτια τους, ενώ οι ζητιάνοι...


  Έτσι το Χελιδόνι πέταξε πάνω από την σπουδαία πόλη, και είδε τους πλούσιους να διασκεδάζουν στα όμορφα σπίτια τους, ενώ οι ζητιάνοι κάθονταν στις πόρτες. Πέταξε σε σκοτεινά δρομάκια, και είδε τα χλωμά πρόσωπα πεινασμένων παιδιών να κοιτούν νωθρά τους μαύρους δρόμους. Κάτω από την καμάρα μιας γέφυρας δυο μικρά αγόρια είχαν ξαπλώσει το ένα στην αγκαλιά του άλλου και προσπαθούσαν να παραμείνουν ζεστά. «Πόσο πεινάμε!» είπαν. «Δεν επιτρέπεται να κάθεστε εδώ», φώναξε ο φύλακας, κι εκείνα πλανήθηκαν στη βροχή.





  Ύστερα πέταξε πίσω και διηγήθηκε στον Πρίγκιπα όσα είχε δει.


  «Είμαι σκεπασμένος με καθαρό χρυσάφι», είπε ο Πρίγκιπας, «πρέπει να το βγάλεις, φύλλο-φύλλο και να το δώσεις στους φτωχούς μου· οι ζωντανοί πάντα νομίζουν πως το χρυσάφι μπορεί να τους κάνει ευτυχισμένους.»


  Το ένα φύλλο μετά το άλλο, το Χελιδόνι ξεφλούδισε το καθαρό χρυσάφι, ώσπου ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας έμοιαζε τελείως μουντός και γκρίζος. Το ένα φύλλο καθαρού χρυσού μετά το άλλο, τα έφερε στους φτωχούς, και τα παιδικά πρόσωπα σιγά-σιγά ρόδισαν, και εκείνα γελούσαν και έπαιζαν στο δρόμο. «Έχουμε ψωμί τώρα!», φώναζαν.


  Ύστερα ήρθε το χιόνι, κι ύστερα από το χιόνι, ο παγετός. Οι δρόμοι έμοιαζαν φτιαγμένοι από ασήμι, ήταν τόσο φωτεινοί και γυαλιστεροί· μακριοί σταλακτίτες σαν κρυστάλλινα στιλέτα κρέμονταν από τα γείσα των σπιτιών, όλοι κυκλοφορούσαν με τις γούνες τους, και τα μικρά αγόρια φορούσαν κόκκινα σκουφιά και έκαναν πατινάζ στον πάγο.


  Το φτωχό μικρό Χελιδόνι κρύωνε όλο και περισσότερο, αλλά δε μπορούσε να αφήσει τον Πρίγκιπα, τον αγαπούσε τόσο πολύ. Τσιμπολογούσε ψίχουλα έξω από την πόρτα του φούρναρη, όταν ο φούρναρης δεν κοίταζε, και προσπαθούσε να διατηρηθεί ζεστό χτυπώντας τα φτερά του.






  Όμως στο τέλος κατάλαβε ότι πρόκειται να πεθάνει. Είχε μόλις αρκετή δύναμη για να πετάξει ως τον ώμο του Πρίγκιπα για μια ακόμα φορά. «Αντίο, αγαπημένε μου Πρίγκιπα!» ψιθύρισε, «θα με αφήσεις να σου φιλήσω το χέρι;»


  «Χαίρομαι που επιτέλους πηγαίνεις στην Αίγυπτο, μικρό μου Χελιδόνι», είπε ο Πρίγκιπας, «έμεινες εδώ για πάρα πολύ· αλλά πρέπει να με φιλήσεις στα χείλη, γιατί σ’ αγαπώ.»


  «Δεν είναι η Αίγυπτος εκεί που πηγαίνω», είπε το Χελιδόνι. «Πηγαίνω στο Σπίτι του Θανάτου. Ο Θάνατος είναι ο αδελφός του Ύπνου, έτσι δεν είναι;»


  Και φίλησε τον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα στο στόμα, κι έπεσε νεκρό στα πόδια του.


  Τη στιγμή εκείνη ένας παράξενος κρότος ακούστηκε μέσα στο άγαλμα, σαν κάτι να είχε σπάσει. Η αλήθεια είναι πως η μολυβένια καρδιά είχε σχιστεί ξαφνικά ακριβώς στα δύο. Ήταν σίγουρα ένας φοβερά σκληρός παγετός.






  Νωρίς το επόμενο πρωί ο Δήμαρχος περπατούσε στην πλατεία κάτω από το άγαλμα συνοδευόμενος από τους Δημοτικούς Συμβούλους. Καθώς προσπέρναγε την κολώνα κοίταξε ψηλά το άγαλμα. «Θεέ μου! πόσο πενιχρός μοιάζει ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας!» είπε.


  «Πόσο πενιχρός, πράγματι!» αναφώνησαν οι Δημοτικοί Σύμβουλοι, που πάντα συμφωνούσαν με τον Δήμαρχο· και βάλθηκαν να το κοιτάζουν.


  «Το ρουμπίνι έπεσε από το ξίφος του, τα μάτια του έφυγαν, και δεν είναι πλέον χρυσός», είπε ο Δήμαρχος· «για την ακρίβεια, είναι λίγο καλύτερος από ζητιάνο!»


  «Λίγο καλύτερος από ζητιάνο», είπαν οι Δημοτικοί Σύμβουλοι.


  «Κι υπάρχει εδώ πράγματι ένα νεκρό πουλί στα πόδια του!» συνέχισε ο Δήμαρχος. «Πρέπει να εκδώσουμε σχετική εγκύκλιο, πως τα πουλιά δεν επιτρέπεται να ψοφούν εδώ.» Και ο Κοινοτικός Γραμματέας κράτησε σημείωμα της εισήγησης αυτής.


  Έτσι κατέβασαν το άγαλμα του Ευτυχισμένου Πρίγκιπα. «Καθώς δεν είναι πλέον όμορφος, δεν είναι πλέον χρήσιμος», είπε ο Καθηγητής των Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου.


  Ύστερα έλιωσαν το άγαλμα στον κλίβανο, και ο Δήμαρχος συγκάλεσε συμβούλιο της Δημοτικής Αρχής για να αποφασιστεί τι θα γίνει με το μέταλλο. «Πρέπει να φτιάξουμε ένα άλλο άγαλμα, φυσικά», είπε, «και θα είναι το δικό μου.»


  «Το δικό μου», είπε καθένας από τους Δημοτικούς Συμβούλους, και άρχισαν να λογομαχούν. Την τελευταία φορά που έμαθα για αυτούς λογομαχούσαν ακόμα.





  «Πόσο παράξενο!» είπε ο επόπτης των εργαζομένων στο χυτήριο. «Αυτή η σπασμένη μολυβένια καρδιά δε λιώνει στον κλίβανο. Πρέπει να την πετάξουμε.» Έτσι την πέταξαν στο σωρό με τα άχρηστα, εκεί που βρισκόταν και το νεκρό Χελιδόνι.



  «Φέρε μου τα δυο πολυτιμότερα πράγματα στην πόλη», είπε ο Θεός σε έναν από τους Αγγέλους Του· και ο Άγγελος Τού έφερε τη μολυβένια καρδιά και το νεκρό πουλί.


  «Διάλεξες σωστά», είπε ο Θεός, «γιατί στον κήπο μου του Παραδείσου αυτό το μικρό πουλί θα τραγουδά παντοτινά, και στην χρυσαφένια πόλη μου ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας θα με υμνεί.»















Εσύ, που ’δωσες σ’ όλα κι έναν λόγο,
πες μου γιατί τα κάνεις όλα αυτά;





.      
show demo
 
 
 
.